Σάββατο 31 Μαΐου 2008

Ερωτικός φασισμός.

Ο Αδόλφος έγειρε το κεφάλι του, μισοκοιμισμένος, στην αγκαλιά της απαλής, βελούδινης, μπορντό πολυθρόνας πίσω από το γραφείο του. Τον υπνώτιζε η κλασική μουσική που ήρεμα ξετύλιγε η βελόνα του πικάπ από τις πυκνές γραμμές του βυνιλίου. Ο αρωματικός καπνός του πούρου, που έσβηνε αργά, πότιζε το χώρο. Ένα χώρο γεμάτο με αντικείμενα που φρόντισε να στήσει παντού γύρω του ώστε να φαίνεται ότι δεν του λείπει τίποτα. Να πείθει και τον εαυτό του ότι δεν του λείπει τίποτα. Τα πάντα στη ζωή του τακτικά, μετρημένα και τετριμμένα. Ακόμα και τα συναισθήματά του εν πλήρη τάξει. Μέσα στο μυαλό του μια ζυγαριά ισορροπούσε καταστάσεις. Όμως ήταν κάτι που δεν έμπαινε στο ζύγι και αν έμπαινε χαλούσε την ισορροπία.

Οι σκέψεις των τελευταίων ημερών τον έχουν κουράσει. Το μυαλό του δεν ξεκολλάει από τη τριάντα χρόνια μικρότερη Σάρα. Την εικοσάχρονη υπηρέτρια που προσέλαβε πριν δέκα μέρες. Αν και αφεντικό, αυτά τα γαλάζια μάτια της, τον διαφεντεύουν, από την πρώτη στιγμή. Δεν μπορεί να πάει πίσω το χρόνο και να αποφύγει αυτό το πρώτο βλέμμα που τα αλλάζει όλα. Δεν του αρέσει αυτό που συμβαίνει, αλλά αδυνατεί να το ελέγξει. Η τετράγωνη λογική του προσπαθεί να τον αποτρέψει κι όμως αυτό το ανυπότακτο καρδιοχτύπι, τον ωθεί εκτός των ορίων του. Να κάνει τα πάντα. Να ψάξει τους τρόπους. Να πέσει όσο το δυνατόν χαμηλότερα και να μεταχειριστεί όλα τα μέσα για να κάνει δικό του το αντικείμενο του πόθου. Αυτός είναι ο έρωτας, ο αδερφός του εγωισμού. Ένα ολοκληρωτικό συναίσθημα που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς πλήρη κατοχή.

Ο έρωτας δεν είναι αγάπη. Δεν ενδιαφέρεται για το καλό της λείας του. Τα κίνητρα του είναι καθαρά εγωκεντρικά. Υπάρχει για λόγους ατομικής αυτοϊκανοποίησης. Παθιάζει, Ματώνει, Ζηλεύει κάθε ίχνος ανεξαρτησίας και ανταγωνισμού. Λιώνει, Χάνεται, Σκοτώνεται με κάθε αναπάντητο τηλεφώνημα. Αναπνέει, Ελπίζει, Αναγεννιέται με κάθε νέο χαμόγελο. Ένας φτερωτός, πονηρός θεός χωρίς αρχές και περιορισμούς. Πολλές φορές προκαλεί την υπερβολή για να φανεί μεγάλος. Αλλά παραμένει μικρός σαν την διάρκεια τον συναισθημάτων που προκαλεί. Αυτός είναι. Ένας τρελός ποιητής. Μια υγρή νύχτα με χλωμά φώτα. Χιλιάδες σκέψεις ανορθόδοξες και άλογες.

Σκέψεις τον τρελαίνουν όλη τη μέρα. Σχέδια και φαντασιώσεις μπλεγμένες. Ακόμα και σε αυτόν τον ύπνο του, οι μικροί σπασμοί, τα ανήσυχα βλέφαρα και ο φουσκωμένος καβάλος, πρόδιδαν ότι το μυαλό ήταν σε αυτήν. Είναι βέβαιος ότι δεν μπορεί να την έχει και όμως δεν τα παρατάει. Είναι έτοιμος σαν άλλος Φάουστ να πουλήσει τα πάντα, ακόμα και την ψυχή του, για μια νέα όψη, ένα νέο σώμα, και ότι χρειάζεται για να την κερδίσει.

Ιδού το δίλημμα στο οποίο πρέπει να απαντήσει όποιος βρεθεί σε παρόμοια θέση. Είναι πιστός του θεού Έρωτα, αν είναι σε θέση να κάνει τα πάντα γι’ αυτόν. Αν δεν μπορεί τότε δεν είναι ερωτευμένος. Σωστά; Όχι. Δυστυχώς τα πράγματα είναι λίγο πιο σύνθετα. Ο υπέρτατος και υπερτιμημένος έρωτας, είναι το άλλοθι σου για ότι αλλάξεις και ότι πουλήσεις. Ακόμα και αν καταλήξεις ένα κορμί χωρίς μυαλό ο έρωτας σου θα έχει κερδίσει και εσύ θα νοιώθεις γεμάτος. Τι πρέπει να φοβηθείς πρώτα; Την ερωτική απόρριψη ή όλη αυτή τη μεταμόρφωση; Είναι το τίμημα του έρωτα αυτό;

Ένας άνθρωπος με αρχές και διαμορφωμένη προσωπικότητα, μέχρι πού μπορεί να φτάσει; Τι εκτίμηση και αυτοεκτίμηση μπορεί να κερδίσει από αυτό το τεστ; Ποιες μάχες μπορεί να δώσει μετά; Πως θα αντέξει, όταν ο μικρός γιός της Αφροδίτης, πάει να κάνει αλλού τα κόλπα του; Ο έρωτας αφού σου αφαιρέσει όλα τα όπλα και τις αντιστάσεις, σε αφήνει μόνο στο πεδίο μάχης, της αγάπης, όπου χρειάζεσαι αντοχή. Αυτό είναι το αγώνισμά σου.

Η αγάπη δεν είναι έρωτας. Ζει στη σκιά, μα ζει για πάντα. Ακόμα και όταν δεν μπορεί να φανερωθεί, νοιάζεται και φροντίζει. Δεν ενδιαφέρεται για κατακτήσεις. Ακόμα και όταν δεν λαμβάνει ανταπόκριση μένει εκεί ακλόνητη και ανιδιοτελής.

Αν είναι να βγάλεις μια κραυγή ερωτικού καλέσματος, σκέψου. Ξέρω ότι η λογική υπολειτουργεί αυτές τις ώρες… αλλά προσπάθησε. Αν αυτό που σε ωθεί είναι ο έρωτας σκέψου διπλά. Άσε το χρόνο να σε βοηθήσει. Αν όμως αυτό που έχεις να δώσεις είναι αγάπη τότε πάψε να σκέφτεσαι. Φώναξε το. Δε χρειάζεται να απεργάζεσαι μεγάλα σχέδια. Μην αφήνεις τις σκέψεις να σε τρώνε. Μη φράζεις την φωνή της καρδιάς σου με γελοία εμπόδια. Αυτό που έχεις, είναι το καλύτερο δώρο που μπορείς να δώσεις. Το περιμένει όπως όλοι μας. Το έχει ανάγκη όπως όλοι μας. Ότι και να σκέφτεται, θα νοιώσει ευτυχισμένη. Θα το δεις στο χαμόγελο της. Αν το νοιώθεις πες το. Πες το γιατί θα το ακούσει από λίγους και λίγοι από αυτούς θα το εννοούν. Έχει λιγοστέψει η αγάπη, σε αυτόν τον κόσμο. Το μεγαλύτερο μέρος της καταναλώνεται ανάμεσα σε γονείς και παιδιά. Αν αυτό που έχεις εκεί δεν είναι προσωπική ανάγκη αλλά πραγματικό ενδιαφέρον. Αν δε βλέπεις το εγώ σου μέσα του, πες το και ας φαίνεται αδύνατο. Αγάπη είναι αυτό το αδύνατο.

Θα ξυπνήσεις μέσα στον ίδιο κόσμο, τα ίδια ήθη και τις ίδιες ιδέες. Ξέρω ότι, δε θα πάρεις καμιά από αυτές της σκέψεις στα σοβαρά και θα κάνεις τα δικά σου ερωτικά και άλλα εγκλήματα, αλλά αυτή είναι η σύνθετη απάντηση, σε ένα σύνθετο δίλλημα. Εγώ είμαι απλά ο αγγελιοφόρος της. Καλημέρα.

Τετάρτη 30 Απριλίου 2008

Τρεις εκδοχές σε κάθε ιστορία.

Εκείνη: Η Δέσποινα η οικοδέσποινα.

Σήμερα τα κατάφερα να το σκάσω από τη δουλεία κάπως νωρίτερα. Υποσχέθηκα δείπνο στον Μάκη. Είναι προμηθευτής στην εταιρία που δουλεύω. Περνάει συχνά για πληρωμές από το λογιστήριο, οπότε τα λέμε συχνά. Εδώ και μήνες δείχνει ενδιαφέρον αλλά τέτοιο ζώον που είμαι, που να πάρω χαμπάρι. Ήταν και το κόλλημά μου με τον Δημήτρη, τον πρώην, που μετά από πολλά χουνέρια τον έστειλα. Από ότι φαίνεται, όχι όσο δραστικά θα έπρεπε. Συνέχιζα να τον σκέφτομαι, και να βάζω σε δοκιμασία την απόφασή μου, παρά τη σιγουριά ότι ήταν η σωστή επιλογή. Μετά από μήνες κλάψας και καψούρας ένα πρωί ξύπνησα και είδα ότι υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές, που κάνουν πορτοκάλια. Τόσο εύκολο είναι να βρεις άνδρα, ειδικά αν είσαι θεά όπως εγώ. Να ‘μαι! Ξαναβρήκα την παλιά αυτοπεποίθηση μου.

Μην ακούτε διάφορες ξινές που γκρινιάζουν ότι πλέον δεν υπάρχουν άνδρες. Απλά δεν θέλουν να βρουν. Την βρίσκουν υπερβολικά με τον εαυτό τους. Χρειάζονται και μια δικαιολογία, κάθε φορά που το παίζουν. Είπα ξινές και θυμήθηκα το φαί. Στους λογαριασμούς είμαι πολύ καλή, αλλά μη μου πεις για μαγειρική. Σκράπας! Γι’ αυτό επέλεξα κάτι κλασσικό και πατροπαράδοτο! Κάτι με χαμηλά ποσοστά ρίσκου. Κοτόπουλο λεμονάτο με πατάτες στο φούρνο. Εύκολη συνταγή, της μαμάς, που ελπίζω να με βγάλει ασπροπρόσωπη και σήμερα. Από το πρωί έβγαλα το πτώμα να ξεπαγώσει και επιστρέφοντας πήρα ότι άλλο έλειπε. Τα τοποθέτησα όλα όμορφα μέσα στο ταψί. Στο κέντρο το ολόκληρο κοτόπουλο, περικυκλωμένο από χοντροκομμένες πατάτες, λεμόνι, ρίγανη, πιπέρι, έναν κύβο, λίγο νερό για να μη διψάσει η κότα και βουρ για το φούρνο. Μέχρι να ετοιμαστώ θα είναι έτοιμο.

Πρώτα αποτρίχωση διότι ποτέ δεν ξέρεις μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένα δείπνο! Μετά μπάνιο με τα απαραίτητα αρώματα και άλατα, για χαλάρωση. Από τα εξωτικά αρώματα που τύλιξαν το μπάνιο και το δέρμα μου περνάω στην κουζίνα, όπου η μυρωδιά άρχισε ήδη να βγαίνει από το φούρνο κάνοντας το στομάχι μου να γουργουρίζει, υπενθυμίζοντας μου ότι δεν έφαγα το μεσημέρι. Πριν ντυθώ και βαφτώ, φροντίζω να στρώσω το τραπέζι και να κόψω τις σαλάτες. Δεν είναι να παίζω την νοικοκυρά με βαμμένο νύχι και τουαλέτα. Συμπληρώνω τη διακόσμηση με μερικά κεριά, και χαμηλώνω τα φώτα.

Τελικές ετοιμασίες και ντριιιν! Στην ώρα του ο Μάκης. Ένα τελευταίο κοίταγμα. Ο καθρέφτης επιβεβαιώνει ότι είμαι η ομορφότερη! Άντε και ο θεός βοηθός…

Εκείνος: Ο Μάκης ο μνηστήρας.

Από το ισόγειο η μυρωδιά μου έσπασε τα ρουθούνια. Η ανθοδέσμη που κρατούσα χλόμιασε. Βγαίνει από το διαμέρισμα με τη μισάνοιχτη πόρτα. Ευτυχώς γιατί μετά από τέτοιο άρωμα θα ήταν κρίμα να βοσκίσουμε κανένα ξενέρωτο σούσι. Πεινάω κιόλας. Από το άγχος δεν κατάφερα να φάω το μεσημέρι. Πώς άλλαξε γνώμη η γκόμενα; Από κει που με έφτυνε, ξαφνικά πριβέ δείπνο και στο σπίτι της μάλιστα. Της κολλάω εδώ και καιρό, αλλά μέχρι τώρα φαινόταν να είναι αλλού. Δεν ξέρω, ίσως να το έπαιζε δύσκολη. Ίσως όχι. Τελικά, ο επιμένων νικά.

Κάθε φορά που βλέπω κοτόπουλο δυο πράγματα έρχονται στο μυαλό μου. Το πρώτο είναι ένα παλιό τραγούδι που έλεγε «μια κότα στρουμπουλή, μια όμορφη πουλάδα». Το δεύτερο είναι μια ανεξίτηλη εικόνα που κουβαλάω από μικρή ηλικία, όταν πρωτοείδα στο χωριό μου, τις ανώφελες κινήσεις μιας κότας που μόλις είχε χάσει το κεφάλι της από τον μπαλτά ενός γείτονα. Το ακέφαλο σώμα της έτρεχε γεμίζοντας αίματα όλη την αυλή. Αυτή η ανεξήγητη, ενστικτώδης κίνηση, ενός σώματος που αρνιόταν να πεθάνει, ήταν σοκ για μένα. Μετά το γεγονός και για κάποια χρόνια, δεν άγγιζα τίποτα που να έχει σχέση με αυτά τα πουλερικά. Για καλή τύχη της Δέσποινας αυτή η απέχθεια εξαφανίστηκε στα πρώτα χρόνια της εφηβείας μαζί με τις άλλες παιδικές φοβίες. Στο πρώτο μας δείπνο δεν ήθελα να βγάλω τέτοιες παραξενιές.

Πάντως σήμερα είναι μια κρίσιμη μέρα ή μάλλον νύχτα. Φαίνεται να έβαλε νερό στο κρασί της, σκέφτομαι καθώς γεμίζω να κρυστάλλινα ποτήρια με το ημίγλυκο κόκκινο που έφερα. Ακουμπάω τα ποτήρια στο πλούσιο τραπέζι. Θα φάμε καλά σήμερα. Κυριολεκτικώς και μεταφορικώς!

Εκείνο: Ο Πέτρος το πιρούνι.


Άντε να δουλεύεις βραδιάτικα, και χωρίς να πληρώνεσαι υπερωρίες. Την είχα μυριστεί την αγγαρεία δικέ μου. Έφτασε στις μύτες μου η μυρωδιά του ψημένου κοτόπουλου. Αυτή που συνήθως το βράδυ την βγάζει με κάνα γιαουρτάκι ξαφνικά μπήκε στον κόπο να μαγειρέψει; Σε τέτοιες περιπτώσεις οι άνθρωποι κάνουν ένα σωρό διαφορετικά, υποκριτικά πράγματα. Γίνονται κυριολεκτικά άλλοι άνθρωποι για να αποδείξουν κάτι το οποίο δεν ισχύει.

Έρωτες και αηδίες. Από το συρτάρι μας, πρώτη την έκανε η Νίτσα, η μεγάλη πιρούνα. Μετά ο Νώντας και ο Φώντας τα μεγάλα μαχαίρια. Μας αποδεκάτισε η άχρηστη. Για να κάνει ένα φαί λέρωσε όλα τα τεντζερέδικα και τα μαχαιροπίρουνα. Ήρθε και η ώρα μου. Στρώθηκα στο τραπέζι, στην μεριά του υποψήφιου γαμπρού και περίμενα. Έχουν περάσει από δω πολλές ασχημόφατσες, μα κανένας δε στέριωσε. Ήταν και αυτοί διαλεχτά ρεμάλια, αλλά είναι και η αφεντικίνα μου μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Οντισιόν για εγκληματίες να έκανε καλύτερους θα έβρισκε. Και ποιος την πλήρωνε μετά από κάθε σχέση; Εμείς. Το τι φαί έριχνε, για κάθε δίμηνο απογοήτευσης, δε λέγεται. Και όταν γινόταν σαν φάλαινα, ξανάρχιζε τη δίαιτα και ησυχάζαμε.

Το γεύμα άρχισε με τζαζ ήχους. Οι τρομπέτες ακούγονται σαν αυτές στο Κολοσσαίο πριν βγουν τα λιοντάρια. Και δεν έχω άδικο. Τι θηριώδης οδοντοστοιχία είναι αυτή. Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, λέω και χώνομαι μέσα κουβαλώντας την πρώτη μπουκιά. Μετράω πάνω από δέκα σφραγίσματα. Αυτό δεν είναι στόμα, είναι λατομείο. Ευτυχώς μετά από τις πρώτες μπουκιές, ο Νεάντερνταλ παράτησε το σαβουάρ βιβρ και συνέχισε με τα χέρια. Ουφ! Τη γλίτωσα με ημιαργία σήμερα.

Όλοι ευτυχισμένοι στο τέλος της βραδιάς. Το δείπνο περιέργως πήγε καλά. Αυτή κατάφερε να παίξει με επιτυχία το ρόλο της γυναίκας για σπίτι. Αυτός έφαγε ένα φαί της προκοπής, γιατί βρωμούσαν τα χνώτα του γυρωίνη και κρασίσι! Οι ορμόνες της κότας μάλλον έκαναν τη δουλειά τους. Βρέθηκαν οι δυο τους, στην κρεβατοκάμαρα, να ξαραχνιάζουν τα όργανα, και εμείς στο νεροχύτη, ανακατεμένοι μέσα στη λίγδα. Αυτή είναι η μοίρα για τα σκεύη ηδονής και μη.

Έτσι είναι στις σχέσεις. Άλλοι γαμούν και άλλοι γαμιούνται.

Σάββατο 29 Μαρτίου 2008

Το στεφάνι του Στέφανου.

Ήταν Τετάρτη 23 Μαρτίου 1988. Παραμονές εθνικής εορτής και το μεγάλο καφενείο της πλατείας, όπως και κάθε μέρα, συγκέντρωσε τους περισσότερους άνδρες μέσης και τρίτης ηλικίας. Οι μικρότεροι έχουν άλλα στέκια, όμως κάποιες στιγμές έρχονται και κάνουν χάζι τους μεγάλους, στις έντονες πολιτικές και λοιπές συζητήσεις τους. Όλα τα θέματα περνούν από τραπέζι σε τραπέζι και από παρέα σε παρέα. Ο καθένας λέει την άποψή του. Λογομαχίες, αμφισβητήσεις, τριβή ιδεών και επίλυση προβλημάτων. Μια σύγχρονη Πνύκα. Εδώ ασκείται η διοίκηση. Στα δημοτικά συμβούλια απλά μπαίνουν οι τυπικές υπογραφές.

Το απογευματινό καθιερωμένο μπασκετάκι μας, τελείωσε. Μετά την περσινή κατάκτηση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος, από την Εθνική, το άθλημα έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές, ακόμα και σε αυτήν την ακριτική περιοχή του Έβρου. Επί μια βδομάδα παίζαμε σε μονό ταμπλό. Το στεφάνι της ανατολικής μπασκέτας έσπασε σε μια άσκοπη επίδειξη δύναμης του φίλου Σάκη. Ο Στέφανος, πάντα πρόθυμος να βοηθήσει, ανέλαβε να βρει λύση το συντομότερο. Άλλωστε ήξερε ότι αν το αφήναμε θα έπαιρνε το δρόμο της αναβολής, όπως και πολλά άλλα πράγματα, σε περιοχές αποκομμένες από την κεντρική εξουσία. Την επόμενη μέρα θα πήγαινε στην Αλεξανδρούπολη για κάποιες δουλειές και ήταν μια χρυσή ευκαιρία να αγοραστεί ένα καλάθι, ολοκαίνουργιο με το λευκό γυαλιστερό του δίχτυ, που θα ανανέωνε το πάθος μας για παιχνίδι.

Το γήπεδο απείχε από τον καφενέ μόλις εκατό μέτρα. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Μεγάλη η τζαμαρία, αλλά οι ημιδιαφανείς κουρτίνες και η ομίχλη από τα ατελείωτα τσιγάρα, δε σε άφηναν να δεις μέσα. Άνοιξε την κεντρική πόρτα και μπήκε με μάτι διερευνητικό. Στο κέντρο του χώρου και μέσα σε μια παρτίδα πόκας βρήκε αυτόν που έψαχνε. Τον κύριο Κώστα. Παρά το γεγονός ότι τα αγαπημένα του σπορ ήταν το φαί και το χαρτάκι, ήταν υπεύθυνος του Αθλητικού Ομίλου Τυχερού. Πλησίασε το τραπέζι με την πράσινη τσόχα και χαιρέτησε το καρέ.
- Βρε καλώς τον Φάνη. Έλα κάτσε. Πως από δω;
- Δε θα κάτσω Κώτσο. Παίζαμε μπάσκετ και πρέπει να πάω σπίτι να αλλάξω. Ήρθα για εκείνο το στεφάνι που λέγαμε. Κατεβαίνω αύριο στο Δεδέαγατς και έλεγα να μου δώσεις λεφτά να αγοράσω ένα καινούργιο.
- Δεν έχω πρόβλημα, να σου δώσω αλλά μήπως τα χρήματα θα έπρεπε να τα δώσει η δημαρχία και όχι ο αθλητικός όμιλος;
- Δεν ξέρω, εγώ απλά τα λεφτά ψάχνω για να εξυπηρετήσω.

Η κουβέντα περί χρημάτων τράβηξε το ενδιαφέρον των υπολοίπων. Εξερχόμενος από την τουαλέτα ο Γιάννης, ως δημοτικός σύμβουλος, εξέφρασε την αντίθεσή του.
- Ακούω ότι τα χρέη σας, πάλι, πάτε να τα ρίξετε στο δήμο.
- Γιατί παρακαλώ, δικό μας χρέος είναι αυτό;
- Και βέβαια. Δικό σας το στεφάνι, δικό σας και το έξοδο.
- Γιατί δικό μας; Της δημαρχίας είναι οι εγκαταστάσεις. Άρα αυτή πρέπει να πληρώσει.
- Μα τι είναι αυτά που λες ρε Κώστα. Τη σχέση έχουν οι εγκαταστάσεις με το στεφάνι του Α.Ο.Τ.
- Ε πώς δεν έχουν σχέση. Γήπεδα, Αποδυτήρια, Τέρματα, Μπασκέτες όλα στο δήμο δεν ανήκουν;
- Ναι, και το Ηρώον επίσης αλλά όλα τα στεφάνια δεν μπορεί να τα πληρώνει η δημαρχία.
- Το Ηρώον τι σχέση έχει με το γήπεδο μπάσκετ;
- Ποιο γήπεδο; Ρε παιδί μου, στεφάνι δε θες να καταθέσεις;
- Όχι ρε Γιάννη. Για άλλο πράγμα μιλάμε.
Το καφενείο σείστηκε από τα γέλια. Μέσα στα χάχανα τον ενημερώσανε ότι, λόγω επετείου, μπέρδεψε τα στεφάνια.

Η ιστορία είναι χαρακτηριστική της σύγχυσης αρμοδιοτήτων εξουσιών από το μικρότερο χωριό μέχρι την πρωτεύουσα. Σε όλη την Ελλάδα αυτή η διαδρομή «Από τον Άννα στον Καϊάφα» βαλτώνει ότι καλό πάει να αρχίσει. Αποθαρρύνει όποια νέα δύναμη προσπαθεί να διορθώσει τα παλιά, κακώς κείμενα. Από τότε αυτή η φράση «Στεφάνι δε θες να καταθέσεις;» έρχεται στο μυαλό μου κάθε φορά που αντιμετωπίζω την αναβλητικότητα και ασυνεννοησία του δημοσίου.

Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

Αιώνιος Μάρτης.

Αιώνιος Μάρτης.
Σφιγμένοι καρποί.
Οι μέρες μου σκούρες,
σε ξένη αυλή.
Χαμένοι αγώνες.
Χαμένη ζωή.
Αδύναμο βλέμμα
και φάλτσα φωνή.

Αιώνιος Μάρτης,
με δέρμα σταχτί.
Γλυκά ξημερώνει,
Δευτέρα πικρή.
Μεγάλες μου μάχες,
μα ήρωες μικροί,
βουλιάζουν στη λάσπη…
νεκροί.

Το νέο μοντέλο.

Η νύχτα είναι η ομορφότερη γυναίκα απ’ όλες. Η νύχτα που γεννάει τα όνειρα, τις εξάψεις, τις εντάσεις και τις ιδέες. Είναι η μούσα μου και πάντα πάει με τα νερά μου. Το κύμα του Θερμαϊκού αντανακλά τα βραδινά φώτα. Η κάθε σκέψη ακολουθείται από την επόμενη, σαν τα αυτοκίνητα της παραλιακής που περνούν στη σειρά. Ο παφλασμός και το ψυχρό αεράκι με επαναφέρει στην γραμμή εκκίνησης. Ξαναψιθυρίζω τους στίχους του τραγουδιού που ακούω απέναντι.

«Άχαρη μέρα μη σταματάς,
Να μας δαγκώνεις, Να μας πονάς,
Γέλα για μας, κλάψε για μας,
σβήσε, σβήσε, σβήσε για μας.
Κακοντυμένη μέρα, κάνε μας συντροφιά,
οδήγησε μας τώρα, ίσια στο πουθενά…»

Καιρό είχα να το ακούσω. Κάθε φορά στην κατάλληλη στιγμή. Όταν μου χρειάζεται. Κάθε τραγούδι όταν μένει μέσα στην υγρασία της ψυχής, δένεται περισσότερο μαζί της, σαν κρασί που ωριμάζει σε βαθύ υπόγειο. Για άλλη μια φορά μου ‘φτιαξε τη… νύχτα.

Οι τελευταίες νότες του, γλίστρησαν έξω, την στιγμή που έμπαινα στο μαγαζί. Δεν διεκδικεί βραβείο πρωτοτυπίας, αλλά τα γήινα χρώματα δένουν πολύ καλά με τις «αιματοβαμμένες» ροκ αφίσες στους δρύινους τοίχους. Η πολυχρωμία των μπουκαλιών στην κάβα, φωτίζει το χώρο που πνίγεται στο βαρύ καπνό και το ημίφως. Ένα γνωστό άρωμα πούρου τρυπάει αδιάκριτα τα ρουθούνια μου. Κάπου κοντά βρίσκονται τα ρεμάλια. Κάθονται και οι τρείς στην άκρη της μπάρας. Πιστοί στη συμφωνία ότι σήμερα θα βγούμε και θα το ξημερώσουμε, όπως τις παλιές καλές μέρες. Ήδη έχουν αρχίσει το «ζέσταμα». Ένα ανέγγιχτο σφηνάκι με μισή φέτα πορτοκάλι επάνω, επιτάσσει να αφήσω κατά μέρους τις πολλές χαιρετούρες και να συνταχθώ με το υπόλοιπους. Αυτό το «άθλημα» ήταν πάντα ομαδικό για μας.

Από τα πρώτα λεπτά η μουσική ποτίζει τους πόρους μου. Νοιώθω οικεία εδώ μέσα. Ιδίως μαζί με αυτούς τους τύπους. Πλέον δεν βλεπόμαστε συχνά. Υποχρεώσεις, δουλειές, οικογένειες, μας έχουν απομακρύνει. Αλλά σε κάθε ζόρικη στιγμή, τους βρίσκω δίπλα μου. Οι φωνές, οι γκριμάτσες και οι χαρακτήρες τους, είναι μέσα στην καρδιά μου.

Το ένστικτό, μου λέει πως δεν είμαστε μόνοι. Το ένιωσα από τη στιγμή που ήρθα. Δυο μάτια δεν αφήσανε καμιά από της κινήσεις μου ανέλεγκτη. Μελαχρινή με κατακόκκινα χίλια μέσα σε ένα λιτό μαύρο φόρεμα. Τουλάχιστον δέκα χρόνια μικρότερη και με παρέα αντίστοιχης ηλικίας. Δυο αγόρια και άλλη μια κοπέλα. Της μιλούν, χωρίς να γνωρίζουν ότι το μυαλό της είναι αλλού. Ρουφάω μια μεγάλη γουλιά αυτοπεποίθησης. «Πάω στην Βίσση» λέω στους άλλους, που χαμογελούν με το χιλιοειπωμένο αστείο και συνεχίζουν την κουβέντα.
Μόνο ο Πέτρος υποψιάστηκε κάτι, και με κοιτά με μισό μάτι, καθώς απομακρύνομαι. Άλλωστε ο πρότερος βίος μου δεν είναι και τόσο έντιμος. Περνάω από μπροστά της, ρίχνοντας μόνο μια ματιά, ξερή σαν στρατιωτικό παράγγελμα. Δεν περίμενα πολύ. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η γλώσσα της αναζητούσε τη δικιά μου. Η φωτιά κάτω είχε ανάψει για τα καλά. Αλλά το σύνηθες πρόβλημα των ροκάδικων το έχουμε και εδώ. Με όλες αυτές τις μπίρες η τουαλέτα είναι κέντρο διερχομένων. Άντε να κάνεις τη δουλειά σου εδώ μέσα. Εκείνη πιο λογική με έκοψε. «Εγώ βγαίνω να βρω ταξί. Χαιρέτισε τους φίλους σου και βγες να πάμε σπίτι μου. Εγώ θα στείλω ένα μήνυμα στην κολλητή μου ότι δεν ένιωθα καλά και έφυγα». Ανταλλάξαμε νούμερα κινητών και φύγαμε προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Άντε τώρα να εξηγήσεις. Τι να πεις, κυρίως σε αυτόν τον καχύποπτο Πίτερ Πανκ, που το μάτι του σου κάνει ακτινοσκόπηση.

Φτάνω μπροστά τους και προσπαθώ να βρω τρόπο να το σερβίρω. Αρχίζω να λέω μερικές κουβέντες που μοιάζουν με τρύπιες βάρκες που βυθίζονται σε πέλαγος υποκρισίας. Περιέργως ο Νίκος και ο Γιώργος δείχνουν να πείθονται, ότι έχω κάποιο πρόβλημα στο στομάχι και πρέπει να φύγω. Με κοιτούν μάλιστα με συμπάθεια και συμπόνια! Η προσπάθεια θα στεφόταν με επιτυχία αν ο Rocky, σαν δύστροπος κριτικός τέχνης, δεν χλεύαζε την ερμηνεία μου. «Στο μέτωπό σου έβγαλε την επιγραφή SALES, και δεν είμαστε σε εποχή εκπτώσεων. Τι φτηνές δικαιολογίες είναι αυτές ρε. Πες μας στα ίσια ότι ζαχάρωσες με την πιτσιρίκα απέναντι και θες να πάς για φιστίκωμα». Στα μάτια των άλλων λες και ήμουν διάφανος. Προσπάθησαν άμεσα να δουν και να κρίνουν το αντικείμενο του πόθου. «Δεν είναι εδώ» πρόσθεσε χτυπώντας τα περίεργα κεφάλια, «την έστειλε ήδη να στηθεί και να περιμένει με τα πόδια ανοιχτά». Χαμογέλασαν και στράφηκαν σε μένα. «Τι να κάνω ρε guys, χάνονται τέτοιες ευκαιρίες». Έγνεψαν καταφατικά οι δυο, αλλά ο αντιρρησίας της παρέας είπε τον τελευταίο λόγο. «Ο.Κ. πάνε. Όμως σε μια ώρα το πολύ να είσαι πίσω. Δεν δέχομαι άλλες δικαιολογίες. Όταν μας λες θα βγούμε παρέα να το εννοείς. Αν μας φτύσεις και δεν επιστρέψεις θα γίνει χαμός».

Βγαίνοντας από το bar, νιώθω τη δόνηση του κινητού. Πολύ βιαστική η μικρή σκέφτομαι και της απαντώ. Πενήντα μέτρα πιο κάτω με περιμένει ένα αμάξι και μια γυναίκα, αναμμένα αμφότερα! Με βάζει μέσα χουφτώνοντας με. Άλλαξαν οι εποχές και οι ρόλοι. Το μάτι του ταρίφα, με τη βοήθεια του κεντρικού καθρέφτη, κολλημένο πάνω μας. Τις αναστολές μου δεν μοιράζεται καθόλου η άνετη Νάντια. Με το ένα πόδι ανάμεσα στα δικά μου, τα χέρια της λίγο πιο πάνω και τα χείλια της παντού, δεν δίνει δεκάρα για την προκλητική εικόνα που παρουσιάζουμε στον θεατή. Στη διάρκεια της δεκάλεπτης διαδρομής έγιναν όλα τα προκαταρκτικά. Τι τραβάνε και αυτοί οι ταξιτζήδες.

Εισερχόμαστε στην οικοδομή και στο κυρίως «πιάτο». Στο ασανσέρ μέχρι τον τρίτο, προλαβαίνει να μου λύσει τη ζώνη, ενώ τρίβεται πάνω μου για να με έχει έτοιμο. Ένα τράνταγμα, δυο βιαστικές πόρτες και είμαστε μέσα. Μικρό το διαμέρισμα, αλλά το πρόγραμμα δεν περιλαμβάνει ξενάγηση. Είμαι με κατεβασμένο παντελόνι στο διάδρομο και αυτή μπροστά μου πεσμένη στα γόνατα. Καλά είναι τα πνευστά όργανα αλλά πάντα προτιμούσα τα κρουστά! Παίρνω πρωτοβουλία και αλλάζω τη σύνθεση. «Εντάξει κούκλα φτάνει, με σήκωσες για τα καλά». Την σηκώνω με τη σειρά μου, για να την πετάξω στον καναπέ του σαλονιού. Έτσι όπως είναι ζαλισμένη ανάσκελα πέφτω πάνω της σαν τίγρη ορμάει σε σαστισμένο ελαφάκι. Το φρέσκο κρέας με έχει αγριέψει για τα καλά. Μέσα στα βογγητά ακούω και ένα δυνατότερο μαζί με ένα χτύπο. Χτύπησε το κεφάλι της στο μπράτσο του ξύλινου καναπέ, αλλά δε βλέπω απώλειες και συνεχίζω απτόητος. Στη σειρά παλινδρομικές κινήσεις, που θα ζήλευαν και τα νερά της Χαλκίδας. Υγρό το τελείωμα και εδώ. Λευκή πινελιά σε λευκό καμβά. «Να δοκιμάσω κάποια στιγμή και με μαύρη», σκέφτομαι και χαμογελάω ηλίθια.

Κοιτώ το ρολόι μου, καθώς βγαίνω από την εξώπορτα. Μήπως θα έπρεπε να μην φύγω έτσι απότομα. Μήπως θα έπρεπε να βρω καμιά δικαιολογία. Μήπως ήθελε να μείνω. Μπα δε βαριέσαι, έχει περάσει η ώρα και θα εκραγούν οι άλλοι. Άλλωστε καλό το σεξ αλλά αυτό το άρωμα της δεν το άντεχα περισσότερο. Πρέπει να ήταν Dior. Το έχω ξαναμυρίσει. Αυτός που έβγαλε τέτοιο βαρύ άρωμα πρέπει να μισούσε της γυναίκες. Οι τρείς φίλοι έχουν ήδη σταφιδιάσει. Όμως αφού επέστρεψα είμαι αναγκασμένος να πω όλες τις λεπτομέρειες αλλά και να ακούσω όλες τις γκρίνιες του Πέτρου, που αυτή τη στιγμή βγαίνουν με λιγότερο νεύρο, πιο χαριτωμένες, από ένα χαζοχαρούμενο πρόσωπο.

Ξημέρωσε και έχω το νου μου για πιθανό τηλεφώνημα ή μήνυμα. Ευτυχώς ούτε φωνή, ούτε γραφή. Το ίδιο και τις επόμενες μέρες. Ξαλάφρωσα. Μου αρέσει αυτή η νέα γενιά. Αυτό το νέο μοντέλο γυναίκας, που έχει πάρει την ανδρική νοοτροπία. Άνετες, χωρίς συμπλέγματα και μακροπρόθεσμους σκοτεινούς σκοπούς. Χαίρονται τη σεξουαλικότητα τους, χωρίς απαραίτητα να την συγχέουν με τον έρωτα. «Στην υγειά τους» είπα και τσούγκρισα το μπουκάλι μπίρας με των υπολοίπων, την ίδια στιγμή που μια νέα πιτσιρίκα με κοιτούσε.

Κυριακή 2 Μαρτίου 2008

Το σύρμα.

Τι και αν πέρασε και αυτός ο Χειμώνας. Τα λιθόκτιστα κτίρια του χωριού ανηφορίζουν κλιμακωτά στην πλαγιά, πασπαλισμένα με χιόνι. Το ίδιο και τα έλατα, που αιώνες τώρα παντρεμένα με αυτό το βουνό, δέχονται αδιαμαρτύρητα όλες της ιδιοτροπίες του καιρού. Ο χρόνος περνάει αργά και ειρηνικά εδώ. Ειδικά αυτήν την εποχή που το λευκό μας σκεπάζει σαν να υπογράφει, μαζί μας, συμφωνία σιωπής. Μας βάζει σε ένα ιδιαίτερο λήθαργο. Κάτι αντίστοιχο με την χειμερία νάρκη των αρκούδων, πιο πάνω στην Πίνδο.

Η Άνοιξη προσπαθεί να μας επιβάλει νέους ρυθμούς για να μπορέσουμε να υποδεχτούμε το καλοκαίρι. Τα σημάδια της θα έρθουν στη σειρά. Το εντονότερο κελάιδισμα των πουλιών. Το πέταγμα τους ψηλότερα. Η ανησυχία των μελισσών και όλων τον εντόμων. Η γύρη που πλανάται στον άνεμο μαζί με την διάθεση για αναπαραγωγή. Μαζί με τα παράθυρα των σπιτιών, θα ανοίξουν και τα παραθυρόφυλλα της ψυχής. Θα μπει μέσα ο αέρας της ανανέωσης. Αυτός που ξυπνάει τα όνειρα. Η ζωές μας θα ξαναπάρουν το φως της προσμονής για νέες ευκαιρίες.

Αιώνια η εναλλαγή των εποχών και των γενεών. Το δώρο της ζωής, αξιών και ήθους από το παλιό στο νέο. Παράδοση της τέχνης από πατέρα σε υιό. Η αέναη προσπάθεια πολλαπλασιασμού των ταλάντων από γενιά σε γενιά είναι παντού γύρω μας. Αυτό συμβαίνει και σε αυτόν τον χώρο βιοπάλης. Μέσα σε μια σχέση αγάπης ανάμικτης με ανταγωνισμό και αμφισβήτηση, δυο άνδρες προσπαθούν να συμβιώσουν. Με την προσωπικότητα του ο καθένας προσπαθεί να επιβληθεί, κουβαλώντας τα συμπλέγματα της ηλικίας του.

Ο κυρ Πέτρος είναι μάστορας από τους λίγους. Γνωστός σε όλη την Ήπειρο. Κοντά του ο Κωνσταντίνος, προσπαθεί να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα. Όμως η κεραμική δεν έχει την ίδια ζήτηση, όπως παλιά που άφηνε καλό χρήμα. Τώρα απλά συντηρούν και συντηρούνται από την εργασία τους. Και είναι γνωστό ότι όπου υπάρχουν οικονομικές δυσκολίες, υπάρχει και γκρίνια. Το ίδιο συμβαίνει ανάμεσα σε αυτούς τους δυο.

Ο «μικρός», όπως τον αποκαλεί ο μπαμπάς του, εμποτισμένος με την ανεμελιά των εικοσιπέντε ετών δεν αγχώνεται για το μέλλον. Ο συνδυασμός της νωχέλειας, που επιβάλει η ηρεμία του χωριού, με της βόλτες και τα ξενύχτια, με παρέες, στην διπλανή πόλη, δημιουργούν ένα κοκτέιλ που ο κυρ Πέτρος αδυνατεί να χωνέψει. Κυρίως όταν όλα αυτά είναι η αιτία για κοπάνες ή καθυστερήσεις στη δουλειά.

Ήταν πριν δυο βδομάδες που νωρίς το πρωί, τα σκεφτόταν μόνος και του ανέβαινε η πίεση. Λες και ήταν βαλτός μπήκε, πρώτος πελάτης, ο μπάρμπα Γιάννης, ο μαχαιροποιός που είχε το μαγαζί του στο τέλος του δρόμου. Κατά το συνήθειο του και με μύτη ψηλά, άρχισε να παινεύει τον γιό του, που κατά πως έλεγε, ήταν άσσος στη δουλειά και πάντα αυτός άνοιγε το μαγαζί.
- Μέχρι να φτάσω εγώ, ο Νικόλας έχει ήδη ετοιμάσει τη φωτιά και ξεκινάει. Είμαι τυχερός. Είναι πολύ άξιο παιδί. Δώσ’ του σύρμα, σπίτι θα σου κάνει.
Ο κυρ Πέτρος μπαρούτιασε για τα καλά και περίμενε τον κανακάρη του για να ξεδώσει. Έβρασε στο ζουμί του μέχρι τις 10 η ώρα που πέρασε το κατώφλι ο Κώστης.
- Πού είσαι βρε ρεμάλι, τι ώρα είναι αυτή που έρχεσαι;
- Δέκα.
- Μη με ειρωνεύεσαι εμένα. Δε σε ρώτησα την ώρα, ρολόι έχω.
- Ε, στάσου ρε πατέρα. Απ’ τα μούτρα με πήρες. Κάτσε να ανοίξει το μάτι μου. Ούτε καφέ πρόλαβα να πιώ.
- Θες και καφέ αγόρι μου; Μήπως ήθελε η αφεντιά σου να στον έχουμε και έτοιμο;
- Δε θα ‘ταν άσχημα.
- Καλά βρε ανεπρόκοπε δεν ντρέπεσαι;
- Γιατί να ντραπώ. Ανάποδα ξύπνησες πάλι αφεντικό;
- Μη με λες αφεντικό γιατί μου βάζεις ιδέες να σε απολύσω και από τη δουλειά και από το σπίτι. Τι θα γίνει με σένα μπορείς να μου πεις; Πότε θα σοβαρευτείς επιτέλους. Άλλα παιδιά στην ηλικία σου έχουν κάνει ήδη οικογένεια. Προηγουμένως ήταν εδώ ο Γιάννης ο Χαράμης. Μου έφαγε τα αυτιά με το γιό του. Τι καλό παιδί που είναι, τι άξιος. Πως ανοίγει αυτός το μαγαζί. Ότι του δίνεις σύρμα και σου φτιάχνει σπίτι και άλλα τέτοια. Αλλά εγώ τι να του απαντήσω. Μπορώ να πω τίποτα για το δικό μου παιδί;
- Ώ χου ρε father. Πολλά μου τα λες πρωινιάτικα.
- Ε! για πού το βαλες:
- Φεύγω. Με σύγχυσες. Πάω να πιώ κάνα καφέ κάπου, που να μην ακούω τη μουρμούρα σου.
- Κάτσε εδώ. Έχουμε δουλειά σήμερα.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και η πόρτα είχε κλείσει.
Το ήξερε πως δεν είχε πολύ δουλειά και λόγω του προϊόντος δεν ήταν και βιαστική, αλλά αυτό ήταν το μέσο που διάλεξε ο κύριος Πέτρος να «στρώσει» τον Κωνσταντή του. Μάλιστα για να αντιπαλέψει την ανευθυνότητα, προσπαθούσε να αυξάνει συνεχώς της απαιτήσεις του από τον μαθητευόμενο του. Ο καθένας από τους δύο είχε βρει ένα τρόπο χειρισμού του άλλου και έτσι περνούσαν επεισοδιακά οι μέρες τους.

Ο Κωνσταντίνος χύθηκε αγανακτισμένος στο τελευταίο τραπεζάκι στο βάθος του καφενέ. «Μήτσο, ένα γλυκύ βραστό» φώναξε για να εισπράξει ένα ζωηρό «αμέσως» ως απάντηση από το βάθος της κουζίνας. Ο Δημήτρης , δυο χρόνια μεγαλύτερος, ήταν καλός φίλος και ιδιοκτήτης πλέον στο καφέ-ουζερί «το τζάκι». Πριν πέντε χρόνια ανακαίνισε εκ βάθρων το παλιό καφενεδάκι του πατέρα του και το ανέλαβε αυτός. Από τότε πάει ακόμα καλύτερα γιατί άρχισε να μαζεύει και νεαρόκοσμο. Βέβαια από την πελατεία εκείνης της στιγμής μόνο ο Κώστας ήταν κάτω των πενήντα ετών. Οι ηλικιωμένοι κοιμόντουσαν νωρίς και ξυπνούσαν χαράματα. Συνηθισμένοι σε αυτόν τον τρόπο ζωής από παλιά, τότε που δεν είχαν ρεύμα, τηλεοράσεις και βραδινά μαγαζιά να τους ξενυχτάνε.

Σύντομα ο Μήτσος έφερε τον καφέ και έκατσε μαζί του.
- Καλημέρα, τι έχεις ρε, πώς τέτοια ώρα από δω;
- Άστα, μου τα έσουρε ο γέρος. Έχει τις μαύρες του πάλι.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και είδε τον Νικόλα να μπαίνει.
- Εσύ δεν είσαι στο μαγαζί ακόμα;
- Πιο μαγαζί μωρέ τρελέ, χθες μαζί δεν φύγαμε κατά τις τέσσερις από του Ζαούση. Πότε να προλάβω να ξυπνήσω για να πάω στο μαγαζί.
- Τότε τι στέλνεις πρωί-πρωί τον δικό σου και φιτίλιάζει τον δικό μου.
- Ποιος στέλνει ποιον; Γιατί τι έγινε;
- Ήρθε ο κυρ Γιαννάκης σου, και το ‘κανε το θάμα του. Έλεγε στον δικό μου ότι πας από νωρίς στο μαγαζί και ότι είσαι πολύ άξιος, καλός τεχνίτης και άλλα τέτοια κουλά…
- Γιατί κουλά; Μόνο στο πρώτο έπεσε έξω σήμερα. Όλα τα άλλα καλά τα είπε ο πατέρας.
- Ώστε έτσι καλλιτέχνη; Έχω κάτι σύρματα στην αυλή, δεν περνάς να μου κάνεις 3-4 σπίτια, να γίνω εισοδηματίας και ‘γω;
- Πού κολλάει αυτό πάλι;
- Αυτές τις βλακείες έλεγε ο δικός σου. «Δώσε σύρμα στο Νικόλα και σπίτι σου φτιάχνει». Άντε να δούμε τη μαστοριά σου.

Ο καφετζής και μερικοί γέροντες από δίπλα έσκασαν στα γέλια. Δεν καλάρεσε αυτό στο Νικό και δεν είχε άδικο. Από τότε του κόλλησε. Μικρή η κοινωνία και εύκολα όλα διαδίδονται από στόμα σε στόμα. Πρώτα μέσα στο καφενείο, μετά στην πλατεία και σύντομα όποιος τον έβλεπε του έλεγε για διάφορα σύρματα που είχε σε σπίτι, μαγαζί ή κτήμα και τον καλούσε γελώντας να του κάνει κάνα σπιτάκι. Βρήκε για τα καλά το μπελά του και τη χαρά του όλο το χωριό. Λίγη μετριοφροσύνη και όλα θα είχαν αποφευχθεί.

Χωρίς αμφιβολία τα παιδιά είναι βάσανο για τους γονείς. Αλλά όπως αποδεικνύεται, ισχύει και το γνωστό «αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα».

Η Άνοιξη είναι καλή και σε καλεί σε νέες ιστορίες.
Αρκεί να μην τις ξεκινάς όπως ο Νικόλας.
Καλή Άνοιξη σε όσους τη νοιώθουν μέσα τους…

Η δική μου Άνοιξη.

Περνάω κάθε μέρα από εδώ. Καταπολεμώ την ρουτίνα με ομοιοπαθητική. Στο καθημερινό πρόγραμμα, πρόσθεσα αυτήν την απόδραση από τις πνιγηρές αίθουσες, στην άπλα των αθλητικών εγκαταστάσεων του πανεπιστημίου. Στο πίσω μέρος της σχολής μια πόρτα εξίσου μεγάλη με την κεντρική οδηγεί στη βεράντα. Από εκεί ατενίζει ο χώρος σμιλεύματος του πνεύματος αυτόν του σώματος.

Είκοσι σκαλοπάτια επιτρέπουν τα πόδια μου να περάσουν από τις σκληρές μαρμάρινες πλάκες στο μαλακό κοκκινόχωμα του στίβου. Έκανα τα πρώτα βήματα και κοντοστάθηκα, για να περάσουν από μπροστά μου δυο αθλήτριες με πολύχρωμες περιβολές, σε αντίθεση με το δικό μου βαρύ, μαύρο ντύσιμο. Η μια κρατάει για λίγο το γαλανό βλέμμα της πάνω μου. Περνώντας αφήνει το άρωμα της που προσπαθεί, με την ένταση του, να αντέξει στην υγρασία του κορμιού. Σύντομα εξανεμίζεται μέσα στο ξεροβόρι που παγώνει τους πόρους του δέρματος και αφήνει την πάχνη κρυστάλλινη στα ακρόφυλλα. Οι προστακτικές φωνές και τα ιδρωμένα αγκομαχητά ακούγονται σαν από μίλια μακριά και αδυνατούν να καταστρέψουν αυτή τη στιγμή της ηρεμίας μου.

Μέσα στο επόμενο ρεύμα αέρα, φτάνει στα ρουθούνια μου, οσμή φρεσκοκομμένου χόρτου. Είναι μερικές μυρωδιές που κουβαλάνε μαζί τους τόσες εικόνες. Ένα άρμα φορτωμένο με παιδικές αναμνήσεις, που αυτή τη στιγμή με προσπέρασε γρήγορα.
Η επιτάχυνση μαζί με αυτήν του αίματος προέρχεται από μια βιαστική ανησυχία. «Κούρεψαν το γκαζόν» σκέφτηκα και έτρεξα προς εκείνο το μέρος.

Το είδα εκεί νωρίς το πρωί ανάμεσα στο γρασίδι. Το μοναδικό λουλούδι, κατακίτρινο, μέσα στο βαθύ πράσινο του γηπέδου. Τα πέταλα του φαινόταν τόσο εύθραυστα που νόμιζες θα σπάσουν με ένα άγγιγμα. Ένα λεπτό ευαίσθητο άρωμα προσπαθούσε να ανέβει στον ουρανό, αλλά πνιγόταν μέσα στο νέφος και τους κόκκους σκόνης που παρασυρόμενοι προσπαθούσαν να γνωρίσουν νέους τόπους.
Δεν το άγγιξα. Το άφησα να δώσει τη μάχη του. Το χρώμα του κόντρα στο γκρίζο του χειμώνα. Η θέρμη του κόντρα στο κρύο του χειμώνα.

Τώρα πάλι στο ίδιο σημείο, τίποτα. Δεν είναι εδώ. Βλέπω προσεκτικότερα. Μερικά από τα κίτρινα πέταλα τσακισμένα κάτω από την υπόλοιπη βλάστηση. Τα λεπτά φύλλα ολόγυρα σαν σε βουβό μοιρολόγι σκύβουν πάνω του. «Αυτή είναι η ζωή», είπα μέσα μου και θυμήθηκα ένα γνωστό στίχο λαϊκού τραγουδιού. «Όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή. Σαν λουλούδι κάποιο χέρι, θα μας κόψει μιαν αυγή.»

Πάνω σε αυτόν τον πλανήτη, αυτή είναι η μοίρα όσον είχαν την ατυχία να γεννηθούν διαφορετικοί. Βάψου με τα χρώματα τους. Άλλαξε τη φύση σου, την ζωή σου, την ύπαρξή σου, για να μην τους προκαλείς. Αλλιώς θα σε τσακίσει το αφιλόξενο περιβάλλον τους. Μένω για λίγο άφωνος. Ενός λεπτού σιγή για όλα τα τσακισμένα λουλούδια, που στο μικρό διάστημα που κατάφεραν να επιβιώσουν, περιμένοντας την δική τους Άνοιξη, άλλαξαν την πορεία του κόσμου τούτου.

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008

Οι μάσκες του φόβου μου.

Λέξεις καρφίτσες μου τρυπάνε το μυαλό
Στάλες βροχής χορεύουν στο κενό
Όνειρα εύπλαστα που γίνονται εφιάλτες
Σημάδια άπιστα που αλλάζουνε παλάμες

Κόκκινες μύτες σ’ αλκοόλ βουτηγμένες
Αστεία παπούτσια με σόλες φθαρμένες
Χρωματιστά καπέλα και ψεύτικες φάτσες
Φθαρμένα γέλια σε κρύες γκριμάτσες

Στιγμές καρφίτσες μου τρυπάνε την καρδιά
Πόθοι κρυμμένοι σε ξύλινα κουτιά
Φεύγεις αθόρυβα βουτώντας τα κλειδιά
Μένει ο φόβος βουτηγμένος στην ψευτιά

Έσβησε η φωτιά,
Έσβησε η λάμπα,
Είσαι μακριά,
Μείνε εκεί για πάντα.

*Εμπνευσμένο από το «Έτσι» της Φεγγαρένιας...
http://metofeggariagalia.blogspot.com/

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008

Βράδυ, 14 Φλεβάρη.

Στέκεις εκεί μικρός και αγέραστος,
Από έρωτα και πάθος καμωμένος,
Θα σε τυλίξουν τα χιλιάδες χρώματα.
Όσο κι αν νιώθεις στην παρέα ξένος.

Στέκεις εκεί κουτσός, μα όχι ανήμπορος,
Όμως το ξέρεις δε θα έρθεις πρώτος,
Άστατος σαν αιώνιος έφηβος,
Πριν τα τριάντα είσαι πεθαμένος.

Σαν Πάνας, Σαν πόνος,
Σαν μπάσταρδος γόνος,
Θαμμένος σε βάρβαρη γη.
Στα χιόνια χαμένος,
Σαν Πάνας, Σαν πόνος,
Μου λείπεις για να ‘ρθει η αυγή.

Με πρόσωπο άλλο,
Και στόμα μεγάλο.
Μου λες πως δεν είσαι εκεί…

Το βλέμμα μου κρύο,
Σου λέω αντίο,
Πριν πέσουν οι μάσκες,
Και λήξει η γιορτή.

Ο μεγάλος ζωγράφος.

Ήταν το γνωστότερο στέκι διασήμων του Παρισιού. Κρατούσε τα σκήπτρα για χρόνια και ήταν στο απόγειο της λάμψης, εκείνη τη δεκαετία. Η πολυτέλεια ξεκινούσε από της τεράστιες επίχρυσες πόρτες και ξεχυνόταν στα ατελείωτα κόκκινα χαλιά. Επικυρωνόταν από τα βαριά μαρμάρινα τραπέζια με τα περίτεχνα σκαλίσματα και τα λευκά τραπεζομάντηλα, με τα ασημένια κεντήματα στις γωνίες. Οι λεπτομέρειες στα σκεύη, τα μαχαιροπίρουνα και τα κρυστάλλινα ποτήρια, μαρτυρούσαν ότι τίποτα μέσα σε αυτό το χώρο δεν ήταν τυχαίο. Οι πέντε τεράστιοι πολυέλαιοι φώτιζαν χλωμά, σχεδόν αναιμικά, πρόσωπα πάνω στα καλύτερα κοστούμια και φορέματα της εποχής. Τους τοίχους πέριξ της σάλας κάλυπταν μεγάλες κουρτίνες, που στο κάτω μέρος κατέληγαν δεμένες με συνθέσεις τριαντάφυλλων. Το άρωμα τους ηδονικό, πλανιόταν στον αέρα μαζί με τον καπνό και μια διάχυτη αγωνία.

Ήταν όλοι οι γνωστοί εκεί, όπως άλλωστε και κάθε Σάββατο. Ένας προσεκτικός παρατηρητής όμως, θα μπορούσε να καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε, η καλύτερα, κάτι αναμενόταν να συμβεί. Στα πηγαδάκια που σχημάτιζαν οι θαμώνες αναμετέδιδαν τη φήμη. Είχαν ακούσει ότι βρίσκεται στην πόλη του φωτός και θα ερχόταν κι από εκεί. Λίγο μετά τις δέκα, άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες και μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων εισέβαλε. Τράβηξε αμέσως τα βλέμματα καθώς κατευθυνόταν προς το κεντρικό τραπέζι, που ως τότε παρέμενε ευλαβικά ανέγγιχτο. Οι περισσότεροι ήταν καλλιτέχνες και γενικώς αναγνωρίσιμες φυσιογνωμίες της εποχής. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν δυο γάλλοι και ένας γνωστός έλληνας εικαστικός που δεν ήταν μόνος. Μαζί του μια ελληνίδα θεά που πριν μερικές μέρες κέρδισε τον τίτλο της «Miss Universe». Θα περίμενε κανείς να συγκεντρώνει τα βλέμματα και την πλειονότητα του θαυμασμού και των κουτσομπολιών… κι όμως, υπήρχε άλλο ένα μέλος της παρέας που θάμπωνε ακόμα και αυτήν την τέλεια γυναικεία ομορφιά. Ένας λεπτοκαμωμένος, ηλιοκαμένος ισπανός με εκκεντρικό μουστάκι. Ο μεγάλος σουρεαλιστής ζωγράφος, μπήκε τελευταίος αλλά με νευρικό εγωπαθές βάδισμα πρόλαβε να καθίσει πρώτος στην καλύτερη θέση. Γύρω του οι υπόλοιποι, καθήμενοι ή όρθιοι, θύμιζαν αποστόλους σε πίνακα μυστικού δείπνου και ας ξεπερνούσαν τους δώδεκα.

Μετά την αμηχανία των πρώτων λεπτών κάποιοι τολμηροί έκαναν βήματα προς τα εκεί. Μερικοί πιο θαρραλέοι ζήτησαν αυτόγραφο. Ο Σαλβαντόρ για λίγο αντικατέστησε το χαμόγελο με μια γκριμάτσα βαριεστιμάρας. Το ένα φρύδι ανέβηκε εντυπωσιακά ψηλότερα από το άλλο φανερώνοντας υπεροψία. Επανήλθε το γέλιο. Με μια τρελή λάμψη στα μάτια δέχθηκε το μολύβι που του πρόσφερε, με διάθεση για εξυπηρέτηση, ένα από τα γκαρσόνια. Σε λίγο ο κόσμος έκανε ουρά, με ανυπομονησία για την απόκτηση μιας αφιέρωσης συνοδευόμενης με την, παρά τα τέσσερα γράμματα, ακριβή υπογραφή. Τα πρώτα φιλόδοξα χαρτιά τοποθετήθηκαν μπροστά του. Σήκωσε το χέρι του και χωρίς πολύ σκέψη έκανε μια τελεία στο πρώτο χαρτί! Μόνο Αυτό! Το ίδιο και στο δεύτερο, το τρίτο και όλα όσα ακολούθησαν.

Αυτήν την ελάχιστη επαφή της γκρίζας ακίδας με το χαρτί, πήραν για ενθύμιο εκείνο το βράδυ του 1964, οι εκπρόσωποι της καλής κοινωνίας, μιας από τις κορυφαίες πρωτεύουσες της Ευρώπης.

Μαζί, και την αφορμή για προβληματισμό. Θαρρείς και εκείνη η βούλα ήταν το εμφανές μέρος ενός κρυφού ερωτηματικού. Ενός ερωτηματικού που υπάρχει μέσα μας και μας ζητάει επιτακτικά να γίνουμε οι ήρωες του εαυτού μας. Να επαναπροσδιορίσουμε την αξία μας σε σχέση με την αξία των άλλων, όσο ψηλότερα και αν τους νιώθουμε.

Αυτά διάβασα στο παλιό ημερολόγιο που μου άφησε ο δάσκαλος ζωγραφικής. Συμπλήρωσα από κάτω την δικιά μου φράση αφύπνισης:

«Μην φοβάσαι τα παιδιά που ψάχνουν τα πρότυπα τους, μόνο τους ενήλικες που δεν τα έχουν βρει ακόμα.»

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Οι χαρακιές της παλάμης

«Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τα άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια…»
Απόσπασμα από «Το Μονόγραμμα», του Οδυσσέα Ελύτη (1971).



Οι χαρακιές της παλάμης μαρτυρούσαν ζωή μεγάλη, ζωή ευτυχισμένη. Σου το χε πει μια τσιγγάνα τότε. Τότε, που νεαρός κλειδούχος στο χωριό ανάσαινες και η φύση υποκλινόταν.

Μα να που πριν προλάβεις να μετρήσεις 40 καλοκαίρια, βρίσκεσαι δίχως δύναμη σε κρατικό νοσοκομείο. Το δριμύ του φόβου και το μαύρο του θανάτου ολόγυρα, σου πήρε και την τελευταία ρανίδα θέλησης για μάχη. Οι μέρες περνούν. Το φως μπαινοβγαίνει στα δωμάτια. Ακόμα και αυτό το χρυσαφί του ήλιου μοιάζει να πενθεί μέσα σ’ αυτήν τη χλωμή ατμόσφαιρα και τους άχαρους τοίχους. Πάνω σε στενά κρεβάτια, σώματα στοιβαγμένα που, θαρρείς, μιλημένα από μια φωνή υπερκόσμια, περιμένουν κάτι. Το τέλος ή μια νέα αρχή.

Με κοιτάς μ’ αυτά τα μάτια τα στενάχωρα. Με ξέρεις μα με βία με γνωρίζεις. Χέρια απαλά, Χέρια παρηγορητικά το ένα δίπλα στο άλλο. Το ένα μέσα στο άλλο.

Θα ξαναβγεί ο άγγελος να μετρήσει κόκκινους σταυρούς. Η πρωινή δροσιά και το άρωμα της υγρής γύρης θα σε ξυπνήσουν για άλλη μια φορά. Ποιος θα αναπνέει αύριο; Ποιος θα ελπίζει αύριο; Ποιος θα προσευχηθεί και για ποιόν οι προσευχές; Αύριο.

Η πανσέληνος σαν με αγάπη μπαίνει από τις ανοιχτές γρίλιες και προσπαθεί κι αυτή να σώσει όποιον μπορεί. Λες και με αυτό το γαλάζιο φως θέλει να δούμε και να ξεφύγουμε την τελευταία ώρα. Ψιθυριστές κουβέντες στο ημίφως. Γλώσσα, λιμάνι που στην ηρεμία του μπορείς να ξαποστάσεις. Η σειρήνα που ακούς στο βάθος σε ρωτάει αν είσαι ακόμα εδώ. Η καρδιά ακούγετε μονότονα και φωσφορίζει μες το βράδυ.

Το πέτρινο άγαλμα στην αυλή, μετρούσε ψυχές και δυνάμεις. Η αθανασία του μαρμάρου κόντρα στη λατρεία για ζωή. Η φθαρτή φύση εξαργύρωνε την υπεραξία της σε πνεύμα. Σαν τέρατα οι θεοί πάνω από την Αιωνιότητα. Άγριοι, Άγιοι, Απρόσιτοι και Ακόρεστοι για Αίμα. Φόρος τους ο πόνος, που εδρεύει εδώ. Εδώ ζει και θα ζει παράλληλα με την νόηση που σού ‘δωσαν για να τον νιώθεις. Παράλληλα με τη μνήμη που σου ‘δωσαν για να τον θυμάσαι.

Κυριακή σήμερα και θα ακουστούν καμπάνες. Για άλλους γρήγορες, χαρμόσυνες, ελπίδας και γι’ άλλους αργές, πένθιμες, λύτρωσης. Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς. Εκεί θα είσαι. Εκεί θα είμαστε όλοι. Όλοι ή κανείς. Περασμένοι από στεριές και νησιά. Κουρασμένοι από βουνά και ανθισμένους γκρεμούς. Ματωμένοι από θάλασσες και δάση. Είχες τον καλπασμό του αγριμιού και έτσι θα σε βλέπω.
Μοναχικό και όρθιο σαν πεύκο.

Η λάμψη της λάβας έσβησε. Έγινε μέρος των πιο αρχαίων και λαμπερών πετρωμάτων. Τώρα σιωπή και χειμώνας. Ερειπωμένο το σπίτι και η γερόντισσα μ’ όλα της τα βοτάνια. Δεν μπόρεσε να καταλάβει.

Είχες δει πολλά σ’ αυτήν τη γη μα πάντα μες το νου σου φάνταζε ωραιότερη.
Έκλεινες τα μάτια και με φτερά νίκης, κέρδιζες ότι είχες χάσει.
Νικούσες σε ότι είχες νικηθεί.
Έκλεινες τα μάτια και σημάδευες νησιά του παραδείσου.
Έκλεισες τα μάτια και έφυγες για εκεί…

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008

Το δόντι του σκύλου

«Αυτοί που ακονίζουν το δόντι του σκύλου,
σημαίνοντας θάνατο,
Αυτοί που λάμπουν με τη δόξα του πουλιού,
σημαίνοντας θάνατο,
Αυτοί που κάθονται στο στάβλο της ικανοποίησης
σημαίνοντας θάνατο,
Αυτοί που υποφέρουν την έκσταση του ζώου
σημαίνοντας θάνατο,
Δεν υπάρχουν πια, τους υπόταξε ένα φύσημα του ανέμου…»

Απόσπασμα από την «Έρημη χώρα» και το ποίημα «Μαρίνα» του Τhomas Eliot.



Γεννήθηκες, μεγάλωσες και έμαθες ο κόσμος όλος να’ ναι πια δικός σου. Μισός αιώνας και ήδη έγινες «θεός».
Ένας θεός που αγαπάει το κενό,
Ένας θεός που αγαπά τον εαυτό του.
Καθοδηγείς και ελέγχεις, αποφασίζεις και διατάζεις, έχεις το χρήμα και αγοράζεις.
Νέο μοντέλο σαν τις φούσκες που πουλάς.
Ο κόσμος γύρω σου, ξέρει να καθαρίζει.
Ο κόσμος γύρω σου, πολτοποιεί.
Μέσα στο μίξερ αναδεύονται ψυχές.
Μέσα του λιώνουν όλες οι αξίες.

Άλλαξες μέσα στο νέο κοστούμι που σου φόρεσαν η συνθήκες. Κι ας λεν οι ειδικοί για οικογένεια και πώς αυτή «χτίζει» χαρακτήρες.
Τι να κάνει η μάνα και ο πατέρας;
Ιδρώτας και πόνος μιας γέννας.
Στοργή και ευλάβεια.
Σπουδή και ανέχεια.
Ψυχή που διαστρέβλωσε το πρίσμα σου.
Ελεύθερη βούληση μπροστά σε δυο επιλογές.

Θα μείνω εκεί απέναντι να παρατηρώ.
Αν ζεις, αν σκέπτεσαι, αν νοιώθεις και αν θυμάσαι.
Πόσο βαθειά μέσα σου είναι θαμμένο το παιδί που ήξερα;
Ο χρόνος του διαλείμματος τελειώνει μα η αθωότητα της τάξης δεν θα ‘ρθει.
Ο έλεγχος θα αθροίσει ότι χρειαστεί. Θα το χρεώσει πριν το τέλος της χρονιάς.

Θα μπορούσες να είσαι αέρας και όχι φωτιά.
Θα μπορούσες να μην είσαι πόνος. Να είσαι χαρά.
Είσαι ένας μα κάνεις πολλά.
Είμαστε εδώ στο πουθενά. Είμαστε τίποτα.

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2008

Τα ιερογλυφικά

Η κυρία Διδασκάλου (όνομα και πράγμα) στάθηκε πάνω από το θρανίο μου.
Κοίταξε το γραπτό μου και είπε:
- Γρηγόρη, τι καλικάντζαροι είναι αυτοί; Είναι δυνατόν να κάνεις τόσο δυσανάγνωστα γράμματα. Εσύ, καλλιτέχνης, που ζωγραφίζεις τόσο όμορφα, θα έπρεπε να ήσουν καλλιγράφος.
Όλα τα υπόλοιπα παιδικά κεφαλάκια της Πέμπτης Δημοτικού στράφηκαν προσπαθώντας να δουν το τετράδιο μου.
Με τη βιασύνη της ηλικίας έσπευσα να απαντήσω:
- Κυρία, τα γράφω έτσι για να μπορούν να διαβαστούν σε διάφορες γλώσσες! (εξυπνάκιας από τότε)
Γελάσαμε όλοι και επιστρέψαμε στο μάθημα.

Από τότε πέρασαν αρκετά χρόνια. Άλλαξαν πολλά, αλλά όχι αυτό. Εξακολουθώ τον ίδιο ακατάληπτο γραφικό χαρακτήρα (για να μην πω ότι έχει «χειροτερέψει»). Τα γράμματα ακολουθούν εντελώς αφαιρετικές φόρμες και αρνούνται να ευθυγραμμιστούν με της κρύες γαλάζιες γραμμές της σελίδας. Σ’ ένα τρελό χορό, γιορτάζουν την ανάγκη που τα έκανε να εμφανιστούν από το τίποτα, για να εκφράσουν τα πάντα. Βγαίνουν αβίαστα όπως και κάθε άλλη καλλιτεχνική έκφραση.

Η ζωή σε αναγκάζει να μπαίνεις σε καλούπια. Ακόμα και την τέχνη σου έτσι την θέλει. Σε συγκεκριμένα σχήματα με ταμπέλα επάνω. Στην εποχή της ευθυγράμμισης και εξομάλυνσης των πάντων με σκοπό να γίνουν εύπεπτα και ευπώλητα ας μείνουν κάποια πράγματα ενστικτώδη. Ας ζήσουν και αυτά που έχουν χρώμα απ’ το αίμα της καρδιάς.

Αγαπητή μου δασκάλα, κατάλαβα ότι η δουλειά σου είναι να με κάνεις να γράφω σωστά και για να γίνει αυτό πρέπει να ακολουθήσω κάποιους κανόνες.
Αλλά και συ κατάλαβες ότι η δικιά μου δουλειά είναι να μην ακολουθώ κανόνες.

Τέχνη είναι η αντίσταση σε χάρακες.
Τέχνη είναι η αντίσταση στην ομοιομορφία.
Τέχνη είναι να τραβάς την δικιά σου, ξεχωριστή γραμμή από τότε που γεννιέσαι μέχρι τέλους.

Αυτή η ανορθόγραφη και ανορθόδοξη γραμμή είναι που με συνδέει με εκείνο το παιδικό τετράδιο. Με εκείνα τα πρώτα χρόνια. Και συνεχίζει το ίδιο τσαλακωμένη…

Το παραμύθι μετά…

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν μια όμορφη πριγκίπισσα, που ζούσε σε ένα πολύ όμορφο κάστρο, σε μια πανέμορφη χώρα.
Το δωμάτιο της ήταν στον ψηλότερο πύργο, στολισμένο με χρυσάφια και πολύτιμα πετράδια.
Κάθε μέρα ξυπνούσε με συντροφιά το γλυκό φώς του ήλιου. Άλλωστε εκεί δεν έβρεχε ποτέ!

Κάπως έτσι είχε ξεκινήσει το παραμύθι και τελείωσε με το κλασικό «και έζησαν αυτοί καλά και μείς καλύτερα». Σίγουρα καλύτερα.
Κανείς δεν μας έγραψε ποτέ λεπτομέρειες γι’ αυτό το «έζησαν αυτοί καλά».
Τι έγινε άραγε μετά;
Μήπως ο πρίγκιπας ήταν καλός για περιπέτειες, αλλά τελικά όχι τόσο καλός σύζυγος;
Μήπως την απατούσε με τις υπηρέτριες του κάστρου;
Μήπως αυτή τον απατούσε με άλλο Βασιλόπουλο (και του πουλιού το γάλα);
Μήπως αυτός δεν ήθελε παιδιά;
Μήπως αυτή όταν έκανε τα παιδιά ξέχασε να είναι γυναίκα;
Σε όλα αυτά και πολλά περισσότερα ερωτήματα δε μας απάντησε κανείς.

Τη δικιά της απάντηση δίνει η ίδια η, γερασμένη πλέον, βασίλισσα (πρώην πριγκίπισσα).
Δήλωσε ότι ποτέ δε διάλεξε αυτό το ρόλο, όπως και ότι άλλο συνέβη στα τόσα παραμύθια. Ποτέ δεν ήθελε, κάποιος σεξουαλικά ανικανοποίητος και φαλλοκράτης ψευτοσυγγραφέας, να την περιγράφει σαν πεντάμορφη, αγνοώντας τον ψυχικό της κόσμο και τις σκέψεις τις.
Σκέφτεται επίσης ότι, αν δεν αποτελούσε μέρος ενός παραμυθιού, θα είχε τη δυνατότητα να διαλέξει τον τρόπο ζωής της.
Θα ήθελε να βγει έξω από τα κάγκελα και τα πέτρινα μουχλιασμένα ντουβάρια του κάστρου.
Θα ήθελε να δει μικρά ζεστά ανθρώπινα σπίτια, με χαρές και στεναχώριες.
Θα ήθελε να γνωρίσει πραγματικούς ανθρώπους που δεν βρίσκονται εκεί για ντεκόρ.
Θα ήθελε να ζήσει και τη νύχτα.
Θα ήθελε να νιώσει το κλάμα του ουρανού στο δέρμα της, κάποιο χάραμα γυρνώντας στο σπίτι.

Θα ήθελε να πάρει αυτή της αποφάσεις και όταν μεγάλωνε να είχε πραγματικές αναμνήσεις και όχι ξεθωριασμένες σελίδες από ανακυκλωμένο χαρτί.
Τώρα όμως είναι πλέον αργά, για τη βασίλισσα… όχι όμως και για σένα.

«Σβήσε όλα τα παραμύθια που έχουν γράψει οι άλλοι για σένα, και γράψε την ιστορία της δικιάς σου ζωής, όπως την θες»,
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της βασίλισσας, και ζήσαμε εμείς…

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008

Με αφορμή τραγούδι...

Ο Αλκίνοος γνώρισε την Ελευθερία στο στούντιο ηχογραφήσεων που διατηρούσε στο τέρμα της οδού Λαμπράκη.
Η ηχοληψία ήταν η δεύτερη και βιοποριστική επιλογή του, μια και ως συνθέτης δεν είχε καταφέρει σπουδαία πράγματα. Η μουσική πάντα ήταν η πρώτη μεγάλη του αγάπη. Ήταν στιγμές που έκλεινε τα μάτια και φανταζόταν τον εαυτό του μεγάλο και αναγνωρισμένο καλλιτέχνη, που απολάμβανε την αγάπη του κόσμου. Μετά προσγειωνόταν στην πεζή πραγματικότητα της παραγωγής «φτηνών» σκυλοσουξέ για τις εταιρίες με τις οποίες συνεργαζόταν με αρκετή επιτυχία. Αυτό ήταν το καθημερινό του σαράκι που μέρα με τη μέρα έτρωγε τα όνειρα του. Με τον καιρό ξεθώριαζε το παραμύθι του.

Παρά την χειμερινή συννεφιά των προηγούμενων ημερών, ο ήλιος έλαμπε το πρωί. Εκείνη άνοιξε την βαριά πόρτα του ημιυπόγειου χώρου και μπήκε, μαζί με μια δέσμη ακτινών φωτός να αστράφτουν πάνω στο κύμα των ξανθών μαλλιών της. Πλησίασε και ρώτησε με γλυκιά φωνή: «Ο κύριος Αντωνιάδης;» Χάθηκε στην όψη της και σε αυτό το άρωμα που του θύμιζε πασχαλιά στον ανοιξιάτικο αέρα του χωριού του. Συνήλθε απαντώντας καταφατικά στην επανάληψη της ερώτησης. Ήταν η τραγουδίστρια που είχε κλεισμένο ραντεβού για ένα δοκιμαστικό.
Αργότερα έμαθε ότι δούλευε σε γνωστό κέντρο διασκέδασης της Θεσσαλονίκης.
Θα μπορούσε από πριν να την ξέρει αν δεν απέφευγε, για λόγους ιδεολογίας, αυτά τα μέρη.

Από τότε βρίσκονται αρκετά συχνά με πρόφαση τη δουλειά αλλά απώτερο σκοπό να κερδίσουν στιγμές ο ένας από τον άλλο. Να κερδίσουν καρδιά ο ένας από τον άλλο.
Κρυμμένοι μέσα σε 4 γκρίζους μονωμένους τοίχους, να παίρνουν χρώμα μόνο όταν είναι μαζί. Όταν αυτή φεύγει ο Άλκης μένει μόνος με τα άχρωμα ντουβάρια, τα όρια του, που κρύβουν, που σκεπάζουν, που δύσκολα αλλάζουν. Μένει ο αντίλαλος της φωνής της, που χωρίς ανάσα, μέσα από τις κονσόλες ακούγεται τόσο ψυχρή. Τόσο άψυχη.

Την σκέφτεται σε άλλη αγκαλιά και υποφέρει. Η σχέση της με γνωστό επιχειρηματία της πόλης δεν είναι κρυφή.
Θα μπορούσε από την αρχή να την ξέρει αν δεν απέφευγε, για λόγους ιδεολογίας, τα κουτσομπολίστικα περιοδικά.
Του το είπε κάποια στιγμή. Οργιζόταν που την μοιραζόταν... μέχρι να θυμηθεί τα δικά του. Η δικιά του «σχέση» δεν ήταν γνωστή σε λαικά έντυπα, αλλά σίγουρα σταθερότερη. Καλός οικογενειάρχης στον κύκλο του με 2 παιδιά και μια ήσυχη ζωή. Μια ήρεμη λίμνη που φουρτούνιασε, από κείνο το πρωινό. Από τότε η υπόλοιπη ζωή του φαίνεται σκοτεινή σαν τη δουλειά του. Ίσως έτσι να ήταν από παλιά και να μην το έβλεπε. Ήταν οι 2 φυλακές του και στη μέση το φως, να μπαίνει από μια βαριά πόρτα που δεν έπρεπε να ανοίξει.

Ο Αλκίνοος γνώρισε την ελευθερία… στα μάτια της.

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2008

Μια Εικόνα.

Το ρεπορτάζ στην τηλεόραση παρουσίαζε μια έκθεση φωτογραφίας στο «Ρόδον» έναν εικαστικό χώρο στην Αθήνα. Εκτός από μια μικρή συνέντευξη τις καλλιτέχνιδας έδειχνε διάσπαρτα πλάνα του χώρου και κάποια κοντινά μερικών έργων.
Ένα εξ αυτών απεικόνιζε την πλάτη μιας ημίγυμνης κοπέλας με γυρισμένο το κεφάλι σε προφίλ. Το έντονο φως που ερχόταν από δεξιά αναδείκνυε τα χαρακτηριστικά και μια έκφραση απόλαυσης στο πρόσωπο και κυρίως στα κλειστά μάτια της. Το φόρεμα στηριζόμενο σε δυο λεπτά κορδόνια άφηνε όλη την πλάτη της γυμνή. Από το κάτω μέρος ξεπρόβαλαν δυο χέρια που έμοιαζαν να παίρνουν ζωή και λόγο ύπαρξης καθώς χάιδευαν απαλά τους γοφούς.
Ή γιαγιά μου που καθόταν στον καναπέ ξύπνησε από τον μεσημεριανό λήθαργο.
«Α, πα πα… τι ξεγκόλιατες είναι αυτές που μας δείχνουν.»
Με τη λέξη αυτή η γιαγιά χαρακτήριζε όλες τις ελαφρώς ενδεδυμένες υπάρξεις.
Γέλασα όπως και κάθε φορά που πετούσε κάποια από αυτές τις παλιές αυτοσχέδιες λέξεις. Τις απάντησα ότι πρόκειται περί άποψης της τέχνης και αυτή μουρμούρισε κάτι για τα νέα ήθη και τις δικές τους εποχές. Βυθίστηκε ξανά στην μακαριότητα του ύπνου. Αυτές οι μικρές σύντομες καθημερινές σκηνές είναι που μένουν στη μνήμη.
Η σκέψη μου έμεινε για λίγο ακόμα στο έργο και την φωτογράφο του Άννα Ανδριανού. Φωτογραφία μιας γυναίκας που με πιο προσεκτική ματιά παρατηρούσες ότι τη χάιδευαν γυναικεία χέρια.
Άλλη μια λεσβία στον καλλιτεχνικό χώρο, σκέφτηκα. Ο κόσμος είναι γεμάτος με πολλά και διαφορετικά πάθη και η τέχνη κινείται με αυτά. Διαφορετικά η γη θα ήταν επίπεδη, το ίδιο και η τέχνη!

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2008

Θύμηση με αφορμή φιλικό blog:

Ήταν μεσημέρι Σαββάτου καλοκαίρι πριν από αρκετά χρόνια. Μπήκα στην καφετερία όπου με περίμεναν κάποιοι φίλοι. Η παρέα μεγάλωνε και μίκραινε ανάλογα με τα άτομα που μπαινόβγαιναν και κάθονταν στο τραπέζι μας.

Είχε ήδη βραδιάσει όταν αποφασίσαμε να ξεριζωθούμε από εκεί και να πάμε επιτέλους για φαϊ, το οποίο όλοι χρειαζόμασταν μετά από τόσες μπίρες. Κυρίως ο φίλος Λευτέρης που ήταν εκεί πρώτος από όλους και τις έπινε σαν νερό. Συμπλήρωσε σίγουρα οκτάωρο και ίσως και καμιά υπερωρία! Βγαίνοντας έξω μαζί με το άρωμα των λουλουδιών και τον καθαρό αέρα στα κατακόκκινα μάγουλα ήρθε και το δίλημμα σχετικά με το κατάστημα που θα είχε την τιμή να ετοιμάσει δείπνο σε τέτοιες εκλεκτές προσωπικότητες – του οινοπνεύματος! Αποφασίσαμε με συνοπτικές διαδικασίες να φάμε πίτσα, λόγω απόστασης.
Το χωριό μας δεν είναι στην Ιταλία, αλλά παρόλα αυτά έχει 2 πιτσαρίες και μάλιστα σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους. Μέσα στα χρόνια και δεδομένων τον ελάχιστων επιλογών εξόδου έχουν μετατραπεί σε νυχτερινό – και μεταμεσονύχτιο στέκι. Ένα ιδιότυπο after. Κατάσταση ακόμα καλύτερη και από τα πατσατζίδικα των πόλεων όπου βλέπεις «κάθε καρυδιάς καρύδι».

Χρειάστηκαν μερικά βήματα για να βρεθούμε μπροστά στην κοντινότερη όπου είχαμε σκοπό να αράξουμε, άλλωστε στην άλλη ήμασταν την προηγούμενη μέρα. Όλοι σύμφωνοι εκτός από έναν. Ο φίλος Λευτεράκης είχε αντίρρηση. Ένας Λευτεράκης 100 κιλών και 20 λίτρων που κυκλοφορούσαν εκείνη την ώρα μέσα του, σε διάφορα όργανα. Προσπαθήσαμε να τον μεταπείσουμε για το ορθό της επιλογής μας με λογικά επιχειρήματα – όσο μπορούσαμε να τα αρθρώσουμε σε εκείνη τη συγκυρία και κατάσταση. Μας αποστόμωσε όλους ρίχνοντας στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης το δυνατότερο επιχείρημα που ακούστηκε ποτέ.
Με φωνή που σερνόταν και τα υγρά σύμφωνα να πνίγουν όλα τα άλλα γράμματα είπε: «Όχι εδώ! Να πάμε στου Γιώργου ρε! Να καθίσουμε εκεί στη γωνία του δρόμου, να βλέπουμε και τα μηχανάκια που πέφτουν!»…
Γελάσαμε όλοι και ακολουθήσαμε.

Ήταν γεγονός, τουλάχιστον εκείνη την εποχή. Ο δρόμος που κατηφόριζε προς το πάρκο έκανε μια περίεργη στροφή εκεί, με αποτέλεσμα κάποιοι πιτσιρικάδες που έκαναν τις πρώτες βόλτες τους με «παπάκια» αντί να στρίψουν όπως έπρεπε, βρίσκονταν στην ευθεία αγκαλιά με τους θάμνους της περίφραξης. Ευτυχώς χωρίς ποτέ να γίνει κάποιο τραγικό ατύχημα.
Η κατάσταση δημιούργησε τόσο μεγάλη εντύπωση στο φίλο Ελευθέριο, που ακόμα και σε κατάσταση μέθης, την έφερνε στο μυαλό του ως αξιοθέατο του τόπου μας! Αξιοθέατο όλης της νέας Ελλάδας.

Πρωτοχρονιάτικο...

Είμαι μόνος μετά από αρκετές ώρες παρέας με συγγενείς και φίλους. Η πρώτη στιγμή ηρεμίας της χρονιάς. Το μονότονο μέτρημα δευτερολέπτων του ρολογιού με γλιτώνει από την απόλυτη ησυχία. Κρατάει παρέα στις σκέψεις μου. Αυτό το απότομο πέρασμα από τις χαρούμενες φωνές στην μοναχική θλίψη των αναμνήσεων μπορεί να έχει δυσάρεστες συνέπειες. Οι αυξομειώσεις φωτισμού από τα λαμπάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου απασχόλησαν για κάποια λεπτά τα μάτια μου μέχρι που τα έκλεισα για να χαθώ στους διαδρόμους του μυαλού μου.

Τέτοιες μέρες μου έρχεται η διάθεση για ανασκόπηση και αυτοκριτική. Σκηνές ευχάριστες ή δυσάρεστες αλλά πάντα έντονες περνάνε μπροστά μου σαν ταινία με ξένο σενάριο και άλλον πρωταγωνιστή. Και εγώ σαν κριτικός κινηματογράφου ετοιμάζομαι να βαθμολογήσω. Αυτή η διάθεση κριτικής γρήγορα απλώνεται σαν ιός και προσβάλει όχι μόνο αυτά που έγιναν αλλά και αυτά που πρέπει να γίνουν. Τα πάντα παίρνουν σήμανση - 1,2,3,4, ή 5 αστεράκια. Κάτι σαν αριθμό προτεραιότητας. Αυτός είναι σίγουρος τρόπος αποθήκευσης και αναβολής. Αν δεν το καταλάβω αυτό βλέπω τα όνειρα και φέτος να σκονίζονται στα ράφια της επιθυμίας.
Άλλωστε αυτή η εκλογίκευση των πάντων μου στερεί την ευχαρίστηση της φαντασίας ακόμα και αυτής που δεν θα γίνει ποτέ πραγματικότητα.

Αμέσως ένιωσα ανάλαφρα. Τα οράματά μου ανέβηκαν σαν μπαλόνια που κάποιος έκοψε την κλωστή που τα καθήλωνε στο έδαφος. Παρά την κακοκαιρία των τελευταίων ημερών έχω έναν καταγάλανο ουρανό μέσα στο κεφάλι μου και όλα δείχνουν αισιόδοξα σε τέτοιο φόντο. Από τα πολύχρωμα φώτα των ημερών πέρασα στις πολύχρωμες σκέψεις που ακόμα και αν φαινόταν μακρινές, έκαναν αυτό που ξέρουν καλύτερα. Μου έφτιαξαν τη μέρα ή μήπως ολόκληρη τη χρονιά.