Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008

Οι μάσκες του φόβου μου.

Λέξεις καρφίτσες μου τρυπάνε το μυαλό
Στάλες βροχής χορεύουν στο κενό
Όνειρα εύπλαστα που γίνονται εφιάλτες
Σημάδια άπιστα που αλλάζουνε παλάμες

Κόκκινες μύτες σ’ αλκοόλ βουτηγμένες
Αστεία παπούτσια με σόλες φθαρμένες
Χρωματιστά καπέλα και ψεύτικες φάτσες
Φθαρμένα γέλια σε κρύες γκριμάτσες

Στιγμές καρφίτσες μου τρυπάνε την καρδιά
Πόθοι κρυμμένοι σε ξύλινα κουτιά
Φεύγεις αθόρυβα βουτώντας τα κλειδιά
Μένει ο φόβος βουτηγμένος στην ψευτιά

Έσβησε η φωτιά,
Έσβησε η λάμπα,
Είσαι μακριά,
Μείνε εκεί για πάντα.

*Εμπνευσμένο από το «Έτσι» της Φεγγαρένιας...
http://metofeggariagalia.blogspot.com/

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008

Βράδυ, 14 Φλεβάρη.

Στέκεις εκεί μικρός και αγέραστος,
Από έρωτα και πάθος καμωμένος,
Θα σε τυλίξουν τα χιλιάδες χρώματα.
Όσο κι αν νιώθεις στην παρέα ξένος.

Στέκεις εκεί κουτσός, μα όχι ανήμπορος,
Όμως το ξέρεις δε θα έρθεις πρώτος,
Άστατος σαν αιώνιος έφηβος,
Πριν τα τριάντα είσαι πεθαμένος.

Σαν Πάνας, Σαν πόνος,
Σαν μπάσταρδος γόνος,
Θαμμένος σε βάρβαρη γη.
Στα χιόνια χαμένος,
Σαν Πάνας, Σαν πόνος,
Μου λείπεις για να ‘ρθει η αυγή.

Με πρόσωπο άλλο,
Και στόμα μεγάλο.
Μου λες πως δεν είσαι εκεί…

Το βλέμμα μου κρύο,
Σου λέω αντίο,
Πριν πέσουν οι μάσκες,
Και λήξει η γιορτή.

Ο μεγάλος ζωγράφος.

Ήταν το γνωστότερο στέκι διασήμων του Παρισιού. Κρατούσε τα σκήπτρα για χρόνια και ήταν στο απόγειο της λάμψης, εκείνη τη δεκαετία. Η πολυτέλεια ξεκινούσε από της τεράστιες επίχρυσες πόρτες και ξεχυνόταν στα ατελείωτα κόκκινα χαλιά. Επικυρωνόταν από τα βαριά μαρμάρινα τραπέζια με τα περίτεχνα σκαλίσματα και τα λευκά τραπεζομάντηλα, με τα ασημένια κεντήματα στις γωνίες. Οι λεπτομέρειες στα σκεύη, τα μαχαιροπίρουνα και τα κρυστάλλινα ποτήρια, μαρτυρούσαν ότι τίποτα μέσα σε αυτό το χώρο δεν ήταν τυχαίο. Οι πέντε τεράστιοι πολυέλαιοι φώτιζαν χλωμά, σχεδόν αναιμικά, πρόσωπα πάνω στα καλύτερα κοστούμια και φορέματα της εποχής. Τους τοίχους πέριξ της σάλας κάλυπταν μεγάλες κουρτίνες, που στο κάτω μέρος κατέληγαν δεμένες με συνθέσεις τριαντάφυλλων. Το άρωμα τους ηδονικό, πλανιόταν στον αέρα μαζί με τον καπνό και μια διάχυτη αγωνία.

Ήταν όλοι οι γνωστοί εκεί, όπως άλλωστε και κάθε Σάββατο. Ένας προσεκτικός παρατηρητής όμως, θα μπορούσε να καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε, η καλύτερα, κάτι αναμενόταν να συμβεί. Στα πηγαδάκια που σχημάτιζαν οι θαμώνες αναμετέδιδαν τη φήμη. Είχαν ακούσει ότι βρίσκεται στην πόλη του φωτός και θα ερχόταν κι από εκεί. Λίγο μετά τις δέκα, άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες και μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων εισέβαλε. Τράβηξε αμέσως τα βλέμματα καθώς κατευθυνόταν προς το κεντρικό τραπέζι, που ως τότε παρέμενε ευλαβικά ανέγγιχτο. Οι περισσότεροι ήταν καλλιτέχνες και γενικώς αναγνωρίσιμες φυσιογνωμίες της εποχής. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν δυο γάλλοι και ένας γνωστός έλληνας εικαστικός που δεν ήταν μόνος. Μαζί του μια ελληνίδα θεά που πριν μερικές μέρες κέρδισε τον τίτλο της «Miss Universe». Θα περίμενε κανείς να συγκεντρώνει τα βλέμματα και την πλειονότητα του θαυμασμού και των κουτσομπολιών… κι όμως, υπήρχε άλλο ένα μέλος της παρέας που θάμπωνε ακόμα και αυτήν την τέλεια γυναικεία ομορφιά. Ένας λεπτοκαμωμένος, ηλιοκαμένος ισπανός με εκκεντρικό μουστάκι. Ο μεγάλος σουρεαλιστής ζωγράφος, μπήκε τελευταίος αλλά με νευρικό εγωπαθές βάδισμα πρόλαβε να καθίσει πρώτος στην καλύτερη θέση. Γύρω του οι υπόλοιποι, καθήμενοι ή όρθιοι, θύμιζαν αποστόλους σε πίνακα μυστικού δείπνου και ας ξεπερνούσαν τους δώδεκα.

Μετά την αμηχανία των πρώτων λεπτών κάποιοι τολμηροί έκαναν βήματα προς τα εκεί. Μερικοί πιο θαρραλέοι ζήτησαν αυτόγραφο. Ο Σαλβαντόρ για λίγο αντικατέστησε το χαμόγελο με μια γκριμάτσα βαριεστιμάρας. Το ένα φρύδι ανέβηκε εντυπωσιακά ψηλότερα από το άλλο φανερώνοντας υπεροψία. Επανήλθε το γέλιο. Με μια τρελή λάμψη στα μάτια δέχθηκε το μολύβι που του πρόσφερε, με διάθεση για εξυπηρέτηση, ένα από τα γκαρσόνια. Σε λίγο ο κόσμος έκανε ουρά, με ανυπομονησία για την απόκτηση μιας αφιέρωσης συνοδευόμενης με την, παρά τα τέσσερα γράμματα, ακριβή υπογραφή. Τα πρώτα φιλόδοξα χαρτιά τοποθετήθηκαν μπροστά του. Σήκωσε το χέρι του και χωρίς πολύ σκέψη έκανε μια τελεία στο πρώτο χαρτί! Μόνο Αυτό! Το ίδιο και στο δεύτερο, το τρίτο και όλα όσα ακολούθησαν.

Αυτήν την ελάχιστη επαφή της γκρίζας ακίδας με το χαρτί, πήραν για ενθύμιο εκείνο το βράδυ του 1964, οι εκπρόσωποι της καλής κοινωνίας, μιας από τις κορυφαίες πρωτεύουσες της Ευρώπης.

Μαζί, και την αφορμή για προβληματισμό. Θαρρείς και εκείνη η βούλα ήταν το εμφανές μέρος ενός κρυφού ερωτηματικού. Ενός ερωτηματικού που υπάρχει μέσα μας και μας ζητάει επιτακτικά να γίνουμε οι ήρωες του εαυτού μας. Να επαναπροσδιορίσουμε την αξία μας σε σχέση με την αξία των άλλων, όσο ψηλότερα και αν τους νιώθουμε.

Αυτά διάβασα στο παλιό ημερολόγιο που μου άφησε ο δάσκαλος ζωγραφικής. Συμπλήρωσα από κάτω την δικιά μου φράση αφύπνισης:

«Μην φοβάσαι τα παιδιά που ψάχνουν τα πρότυπα τους, μόνο τους ενήλικες που δεν τα έχουν βρει ακόμα.»

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Οι χαρακιές της παλάμης

«Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τα άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια…»
Απόσπασμα από «Το Μονόγραμμα», του Οδυσσέα Ελύτη (1971).



Οι χαρακιές της παλάμης μαρτυρούσαν ζωή μεγάλη, ζωή ευτυχισμένη. Σου το χε πει μια τσιγγάνα τότε. Τότε, που νεαρός κλειδούχος στο χωριό ανάσαινες και η φύση υποκλινόταν.

Μα να που πριν προλάβεις να μετρήσεις 40 καλοκαίρια, βρίσκεσαι δίχως δύναμη σε κρατικό νοσοκομείο. Το δριμύ του φόβου και το μαύρο του θανάτου ολόγυρα, σου πήρε και την τελευταία ρανίδα θέλησης για μάχη. Οι μέρες περνούν. Το φως μπαινοβγαίνει στα δωμάτια. Ακόμα και αυτό το χρυσαφί του ήλιου μοιάζει να πενθεί μέσα σ’ αυτήν τη χλωμή ατμόσφαιρα και τους άχαρους τοίχους. Πάνω σε στενά κρεβάτια, σώματα στοιβαγμένα που, θαρρείς, μιλημένα από μια φωνή υπερκόσμια, περιμένουν κάτι. Το τέλος ή μια νέα αρχή.

Με κοιτάς μ’ αυτά τα μάτια τα στενάχωρα. Με ξέρεις μα με βία με γνωρίζεις. Χέρια απαλά, Χέρια παρηγορητικά το ένα δίπλα στο άλλο. Το ένα μέσα στο άλλο.

Θα ξαναβγεί ο άγγελος να μετρήσει κόκκινους σταυρούς. Η πρωινή δροσιά και το άρωμα της υγρής γύρης θα σε ξυπνήσουν για άλλη μια φορά. Ποιος θα αναπνέει αύριο; Ποιος θα ελπίζει αύριο; Ποιος θα προσευχηθεί και για ποιόν οι προσευχές; Αύριο.

Η πανσέληνος σαν με αγάπη μπαίνει από τις ανοιχτές γρίλιες και προσπαθεί κι αυτή να σώσει όποιον μπορεί. Λες και με αυτό το γαλάζιο φως θέλει να δούμε και να ξεφύγουμε την τελευταία ώρα. Ψιθυριστές κουβέντες στο ημίφως. Γλώσσα, λιμάνι που στην ηρεμία του μπορείς να ξαποστάσεις. Η σειρήνα που ακούς στο βάθος σε ρωτάει αν είσαι ακόμα εδώ. Η καρδιά ακούγετε μονότονα και φωσφορίζει μες το βράδυ.

Το πέτρινο άγαλμα στην αυλή, μετρούσε ψυχές και δυνάμεις. Η αθανασία του μαρμάρου κόντρα στη λατρεία για ζωή. Η φθαρτή φύση εξαργύρωνε την υπεραξία της σε πνεύμα. Σαν τέρατα οι θεοί πάνω από την Αιωνιότητα. Άγριοι, Άγιοι, Απρόσιτοι και Ακόρεστοι για Αίμα. Φόρος τους ο πόνος, που εδρεύει εδώ. Εδώ ζει και θα ζει παράλληλα με την νόηση που σού ‘δωσαν για να τον νιώθεις. Παράλληλα με τη μνήμη που σου ‘δωσαν για να τον θυμάσαι.

Κυριακή σήμερα και θα ακουστούν καμπάνες. Για άλλους γρήγορες, χαρμόσυνες, ελπίδας και γι’ άλλους αργές, πένθιμες, λύτρωσης. Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς. Εκεί θα είσαι. Εκεί θα είμαστε όλοι. Όλοι ή κανείς. Περασμένοι από στεριές και νησιά. Κουρασμένοι από βουνά και ανθισμένους γκρεμούς. Ματωμένοι από θάλασσες και δάση. Είχες τον καλπασμό του αγριμιού και έτσι θα σε βλέπω.
Μοναχικό και όρθιο σαν πεύκο.

Η λάμψη της λάβας έσβησε. Έγινε μέρος των πιο αρχαίων και λαμπερών πετρωμάτων. Τώρα σιωπή και χειμώνας. Ερειπωμένο το σπίτι και η γερόντισσα μ’ όλα της τα βοτάνια. Δεν μπόρεσε να καταλάβει.

Είχες δει πολλά σ’ αυτήν τη γη μα πάντα μες το νου σου φάνταζε ωραιότερη.
Έκλεινες τα μάτια και με φτερά νίκης, κέρδιζες ότι είχες χάσει.
Νικούσες σε ότι είχες νικηθεί.
Έκλεινες τα μάτια και σημάδευες νησιά του παραδείσου.
Έκλεισες τα μάτια και έφυγες για εκεί…

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008

Το δόντι του σκύλου

«Αυτοί που ακονίζουν το δόντι του σκύλου,
σημαίνοντας θάνατο,
Αυτοί που λάμπουν με τη δόξα του πουλιού,
σημαίνοντας θάνατο,
Αυτοί που κάθονται στο στάβλο της ικανοποίησης
σημαίνοντας θάνατο,
Αυτοί που υποφέρουν την έκσταση του ζώου
σημαίνοντας θάνατο,
Δεν υπάρχουν πια, τους υπόταξε ένα φύσημα του ανέμου…»

Απόσπασμα από την «Έρημη χώρα» και το ποίημα «Μαρίνα» του Τhomas Eliot.



Γεννήθηκες, μεγάλωσες και έμαθες ο κόσμος όλος να’ ναι πια δικός σου. Μισός αιώνας και ήδη έγινες «θεός».
Ένας θεός που αγαπάει το κενό,
Ένας θεός που αγαπά τον εαυτό του.
Καθοδηγείς και ελέγχεις, αποφασίζεις και διατάζεις, έχεις το χρήμα και αγοράζεις.
Νέο μοντέλο σαν τις φούσκες που πουλάς.
Ο κόσμος γύρω σου, ξέρει να καθαρίζει.
Ο κόσμος γύρω σου, πολτοποιεί.
Μέσα στο μίξερ αναδεύονται ψυχές.
Μέσα του λιώνουν όλες οι αξίες.

Άλλαξες μέσα στο νέο κοστούμι που σου φόρεσαν η συνθήκες. Κι ας λεν οι ειδικοί για οικογένεια και πώς αυτή «χτίζει» χαρακτήρες.
Τι να κάνει η μάνα και ο πατέρας;
Ιδρώτας και πόνος μιας γέννας.
Στοργή και ευλάβεια.
Σπουδή και ανέχεια.
Ψυχή που διαστρέβλωσε το πρίσμα σου.
Ελεύθερη βούληση μπροστά σε δυο επιλογές.

Θα μείνω εκεί απέναντι να παρατηρώ.
Αν ζεις, αν σκέπτεσαι, αν νοιώθεις και αν θυμάσαι.
Πόσο βαθειά μέσα σου είναι θαμμένο το παιδί που ήξερα;
Ο χρόνος του διαλείμματος τελειώνει μα η αθωότητα της τάξης δεν θα ‘ρθει.
Ο έλεγχος θα αθροίσει ότι χρειαστεί. Θα το χρεώσει πριν το τέλος της χρονιάς.

Θα μπορούσες να είσαι αέρας και όχι φωτιά.
Θα μπορούσες να μην είσαι πόνος. Να είσαι χαρά.
Είσαι ένας μα κάνεις πολλά.
Είμαστε εδώ στο πουθενά. Είμαστε τίποτα.

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2008

Τα ιερογλυφικά

Η κυρία Διδασκάλου (όνομα και πράγμα) στάθηκε πάνω από το θρανίο μου.
Κοίταξε το γραπτό μου και είπε:
- Γρηγόρη, τι καλικάντζαροι είναι αυτοί; Είναι δυνατόν να κάνεις τόσο δυσανάγνωστα γράμματα. Εσύ, καλλιτέχνης, που ζωγραφίζεις τόσο όμορφα, θα έπρεπε να ήσουν καλλιγράφος.
Όλα τα υπόλοιπα παιδικά κεφαλάκια της Πέμπτης Δημοτικού στράφηκαν προσπαθώντας να δουν το τετράδιο μου.
Με τη βιασύνη της ηλικίας έσπευσα να απαντήσω:
- Κυρία, τα γράφω έτσι για να μπορούν να διαβαστούν σε διάφορες γλώσσες! (εξυπνάκιας από τότε)
Γελάσαμε όλοι και επιστρέψαμε στο μάθημα.

Από τότε πέρασαν αρκετά χρόνια. Άλλαξαν πολλά, αλλά όχι αυτό. Εξακολουθώ τον ίδιο ακατάληπτο γραφικό χαρακτήρα (για να μην πω ότι έχει «χειροτερέψει»). Τα γράμματα ακολουθούν εντελώς αφαιρετικές φόρμες και αρνούνται να ευθυγραμμιστούν με της κρύες γαλάζιες γραμμές της σελίδας. Σ’ ένα τρελό χορό, γιορτάζουν την ανάγκη που τα έκανε να εμφανιστούν από το τίποτα, για να εκφράσουν τα πάντα. Βγαίνουν αβίαστα όπως και κάθε άλλη καλλιτεχνική έκφραση.

Η ζωή σε αναγκάζει να μπαίνεις σε καλούπια. Ακόμα και την τέχνη σου έτσι την θέλει. Σε συγκεκριμένα σχήματα με ταμπέλα επάνω. Στην εποχή της ευθυγράμμισης και εξομάλυνσης των πάντων με σκοπό να γίνουν εύπεπτα και ευπώλητα ας μείνουν κάποια πράγματα ενστικτώδη. Ας ζήσουν και αυτά που έχουν χρώμα απ’ το αίμα της καρδιάς.

Αγαπητή μου δασκάλα, κατάλαβα ότι η δουλειά σου είναι να με κάνεις να γράφω σωστά και για να γίνει αυτό πρέπει να ακολουθήσω κάποιους κανόνες.
Αλλά και συ κατάλαβες ότι η δικιά μου δουλειά είναι να μην ακολουθώ κανόνες.

Τέχνη είναι η αντίσταση σε χάρακες.
Τέχνη είναι η αντίσταση στην ομοιομορφία.
Τέχνη είναι να τραβάς την δικιά σου, ξεχωριστή γραμμή από τότε που γεννιέσαι μέχρι τέλους.

Αυτή η ανορθόγραφη και ανορθόδοξη γραμμή είναι που με συνδέει με εκείνο το παιδικό τετράδιο. Με εκείνα τα πρώτα χρόνια. Και συνεχίζει το ίδιο τσαλακωμένη…

Το παραμύθι μετά…

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν μια όμορφη πριγκίπισσα, που ζούσε σε ένα πολύ όμορφο κάστρο, σε μια πανέμορφη χώρα.
Το δωμάτιο της ήταν στον ψηλότερο πύργο, στολισμένο με χρυσάφια και πολύτιμα πετράδια.
Κάθε μέρα ξυπνούσε με συντροφιά το γλυκό φώς του ήλιου. Άλλωστε εκεί δεν έβρεχε ποτέ!

Κάπως έτσι είχε ξεκινήσει το παραμύθι και τελείωσε με το κλασικό «και έζησαν αυτοί καλά και μείς καλύτερα». Σίγουρα καλύτερα.
Κανείς δεν μας έγραψε ποτέ λεπτομέρειες γι’ αυτό το «έζησαν αυτοί καλά».
Τι έγινε άραγε μετά;
Μήπως ο πρίγκιπας ήταν καλός για περιπέτειες, αλλά τελικά όχι τόσο καλός σύζυγος;
Μήπως την απατούσε με τις υπηρέτριες του κάστρου;
Μήπως αυτή τον απατούσε με άλλο Βασιλόπουλο (και του πουλιού το γάλα);
Μήπως αυτός δεν ήθελε παιδιά;
Μήπως αυτή όταν έκανε τα παιδιά ξέχασε να είναι γυναίκα;
Σε όλα αυτά και πολλά περισσότερα ερωτήματα δε μας απάντησε κανείς.

Τη δικιά της απάντηση δίνει η ίδια η, γερασμένη πλέον, βασίλισσα (πρώην πριγκίπισσα).
Δήλωσε ότι ποτέ δε διάλεξε αυτό το ρόλο, όπως και ότι άλλο συνέβη στα τόσα παραμύθια. Ποτέ δεν ήθελε, κάποιος σεξουαλικά ανικανοποίητος και φαλλοκράτης ψευτοσυγγραφέας, να την περιγράφει σαν πεντάμορφη, αγνοώντας τον ψυχικό της κόσμο και τις σκέψεις τις.
Σκέφτεται επίσης ότι, αν δεν αποτελούσε μέρος ενός παραμυθιού, θα είχε τη δυνατότητα να διαλέξει τον τρόπο ζωής της.
Θα ήθελε να βγει έξω από τα κάγκελα και τα πέτρινα μουχλιασμένα ντουβάρια του κάστρου.
Θα ήθελε να δει μικρά ζεστά ανθρώπινα σπίτια, με χαρές και στεναχώριες.
Θα ήθελε να γνωρίσει πραγματικούς ανθρώπους που δεν βρίσκονται εκεί για ντεκόρ.
Θα ήθελε να ζήσει και τη νύχτα.
Θα ήθελε να νιώσει το κλάμα του ουρανού στο δέρμα της, κάποιο χάραμα γυρνώντας στο σπίτι.

Θα ήθελε να πάρει αυτή της αποφάσεις και όταν μεγάλωνε να είχε πραγματικές αναμνήσεις και όχι ξεθωριασμένες σελίδες από ανακυκλωμένο χαρτί.
Τώρα όμως είναι πλέον αργά, για τη βασίλισσα… όχι όμως και για σένα.

«Σβήσε όλα τα παραμύθια που έχουν γράψει οι άλλοι για σένα, και γράψε την ιστορία της δικιάς σου ζωής, όπως την θες»,
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της βασίλισσας, και ζήσαμε εμείς…

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008

Με αφορμή τραγούδι...

Ο Αλκίνοος γνώρισε την Ελευθερία στο στούντιο ηχογραφήσεων που διατηρούσε στο τέρμα της οδού Λαμπράκη.
Η ηχοληψία ήταν η δεύτερη και βιοποριστική επιλογή του, μια και ως συνθέτης δεν είχε καταφέρει σπουδαία πράγματα. Η μουσική πάντα ήταν η πρώτη μεγάλη του αγάπη. Ήταν στιγμές που έκλεινε τα μάτια και φανταζόταν τον εαυτό του μεγάλο και αναγνωρισμένο καλλιτέχνη, που απολάμβανε την αγάπη του κόσμου. Μετά προσγειωνόταν στην πεζή πραγματικότητα της παραγωγής «φτηνών» σκυλοσουξέ για τις εταιρίες με τις οποίες συνεργαζόταν με αρκετή επιτυχία. Αυτό ήταν το καθημερινό του σαράκι που μέρα με τη μέρα έτρωγε τα όνειρα του. Με τον καιρό ξεθώριαζε το παραμύθι του.

Παρά την χειμερινή συννεφιά των προηγούμενων ημερών, ο ήλιος έλαμπε το πρωί. Εκείνη άνοιξε την βαριά πόρτα του ημιυπόγειου χώρου και μπήκε, μαζί με μια δέσμη ακτινών φωτός να αστράφτουν πάνω στο κύμα των ξανθών μαλλιών της. Πλησίασε και ρώτησε με γλυκιά φωνή: «Ο κύριος Αντωνιάδης;» Χάθηκε στην όψη της και σε αυτό το άρωμα που του θύμιζε πασχαλιά στον ανοιξιάτικο αέρα του χωριού του. Συνήλθε απαντώντας καταφατικά στην επανάληψη της ερώτησης. Ήταν η τραγουδίστρια που είχε κλεισμένο ραντεβού για ένα δοκιμαστικό.
Αργότερα έμαθε ότι δούλευε σε γνωστό κέντρο διασκέδασης της Θεσσαλονίκης.
Θα μπορούσε από πριν να την ξέρει αν δεν απέφευγε, για λόγους ιδεολογίας, αυτά τα μέρη.

Από τότε βρίσκονται αρκετά συχνά με πρόφαση τη δουλειά αλλά απώτερο σκοπό να κερδίσουν στιγμές ο ένας από τον άλλο. Να κερδίσουν καρδιά ο ένας από τον άλλο.
Κρυμμένοι μέσα σε 4 γκρίζους μονωμένους τοίχους, να παίρνουν χρώμα μόνο όταν είναι μαζί. Όταν αυτή φεύγει ο Άλκης μένει μόνος με τα άχρωμα ντουβάρια, τα όρια του, που κρύβουν, που σκεπάζουν, που δύσκολα αλλάζουν. Μένει ο αντίλαλος της φωνής της, που χωρίς ανάσα, μέσα από τις κονσόλες ακούγεται τόσο ψυχρή. Τόσο άψυχη.

Την σκέφτεται σε άλλη αγκαλιά και υποφέρει. Η σχέση της με γνωστό επιχειρηματία της πόλης δεν είναι κρυφή.
Θα μπορούσε από την αρχή να την ξέρει αν δεν απέφευγε, για λόγους ιδεολογίας, τα κουτσομπολίστικα περιοδικά.
Του το είπε κάποια στιγμή. Οργιζόταν που την μοιραζόταν... μέχρι να θυμηθεί τα δικά του. Η δικιά του «σχέση» δεν ήταν γνωστή σε λαικά έντυπα, αλλά σίγουρα σταθερότερη. Καλός οικογενειάρχης στον κύκλο του με 2 παιδιά και μια ήσυχη ζωή. Μια ήρεμη λίμνη που φουρτούνιασε, από κείνο το πρωινό. Από τότε η υπόλοιπη ζωή του φαίνεται σκοτεινή σαν τη δουλειά του. Ίσως έτσι να ήταν από παλιά και να μην το έβλεπε. Ήταν οι 2 φυλακές του και στη μέση το φως, να μπαίνει από μια βαριά πόρτα που δεν έπρεπε να ανοίξει.

Ο Αλκίνοος γνώρισε την ελευθερία… στα μάτια της.