Σάββατο 29 Μαρτίου 2008

Το στεφάνι του Στέφανου.

Ήταν Τετάρτη 23 Μαρτίου 1988. Παραμονές εθνικής εορτής και το μεγάλο καφενείο της πλατείας, όπως και κάθε μέρα, συγκέντρωσε τους περισσότερους άνδρες μέσης και τρίτης ηλικίας. Οι μικρότεροι έχουν άλλα στέκια, όμως κάποιες στιγμές έρχονται και κάνουν χάζι τους μεγάλους, στις έντονες πολιτικές και λοιπές συζητήσεις τους. Όλα τα θέματα περνούν από τραπέζι σε τραπέζι και από παρέα σε παρέα. Ο καθένας λέει την άποψή του. Λογομαχίες, αμφισβητήσεις, τριβή ιδεών και επίλυση προβλημάτων. Μια σύγχρονη Πνύκα. Εδώ ασκείται η διοίκηση. Στα δημοτικά συμβούλια απλά μπαίνουν οι τυπικές υπογραφές.

Το απογευματινό καθιερωμένο μπασκετάκι μας, τελείωσε. Μετά την περσινή κατάκτηση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος, από την Εθνική, το άθλημα έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές, ακόμα και σε αυτήν την ακριτική περιοχή του Έβρου. Επί μια βδομάδα παίζαμε σε μονό ταμπλό. Το στεφάνι της ανατολικής μπασκέτας έσπασε σε μια άσκοπη επίδειξη δύναμης του φίλου Σάκη. Ο Στέφανος, πάντα πρόθυμος να βοηθήσει, ανέλαβε να βρει λύση το συντομότερο. Άλλωστε ήξερε ότι αν το αφήναμε θα έπαιρνε το δρόμο της αναβολής, όπως και πολλά άλλα πράγματα, σε περιοχές αποκομμένες από την κεντρική εξουσία. Την επόμενη μέρα θα πήγαινε στην Αλεξανδρούπολη για κάποιες δουλειές και ήταν μια χρυσή ευκαιρία να αγοραστεί ένα καλάθι, ολοκαίνουργιο με το λευκό γυαλιστερό του δίχτυ, που θα ανανέωνε το πάθος μας για παιχνίδι.

Το γήπεδο απείχε από τον καφενέ μόλις εκατό μέτρα. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Μεγάλη η τζαμαρία, αλλά οι ημιδιαφανείς κουρτίνες και η ομίχλη από τα ατελείωτα τσιγάρα, δε σε άφηναν να δεις μέσα. Άνοιξε την κεντρική πόρτα και μπήκε με μάτι διερευνητικό. Στο κέντρο του χώρου και μέσα σε μια παρτίδα πόκας βρήκε αυτόν που έψαχνε. Τον κύριο Κώστα. Παρά το γεγονός ότι τα αγαπημένα του σπορ ήταν το φαί και το χαρτάκι, ήταν υπεύθυνος του Αθλητικού Ομίλου Τυχερού. Πλησίασε το τραπέζι με την πράσινη τσόχα και χαιρέτησε το καρέ.
- Βρε καλώς τον Φάνη. Έλα κάτσε. Πως από δω;
- Δε θα κάτσω Κώτσο. Παίζαμε μπάσκετ και πρέπει να πάω σπίτι να αλλάξω. Ήρθα για εκείνο το στεφάνι που λέγαμε. Κατεβαίνω αύριο στο Δεδέαγατς και έλεγα να μου δώσεις λεφτά να αγοράσω ένα καινούργιο.
- Δεν έχω πρόβλημα, να σου δώσω αλλά μήπως τα χρήματα θα έπρεπε να τα δώσει η δημαρχία και όχι ο αθλητικός όμιλος;
- Δεν ξέρω, εγώ απλά τα λεφτά ψάχνω για να εξυπηρετήσω.

Η κουβέντα περί χρημάτων τράβηξε το ενδιαφέρον των υπολοίπων. Εξερχόμενος από την τουαλέτα ο Γιάννης, ως δημοτικός σύμβουλος, εξέφρασε την αντίθεσή του.
- Ακούω ότι τα χρέη σας, πάλι, πάτε να τα ρίξετε στο δήμο.
- Γιατί παρακαλώ, δικό μας χρέος είναι αυτό;
- Και βέβαια. Δικό σας το στεφάνι, δικό σας και το έξοδο.
- Γιατί δικό μας; Της δημαρχίας είναι οι εγκαταστάσεις. Άρα αυτή πρέπει να πληρώσει.
- Μα τι είναι αυτά που λες ρε Κώστα. Τη σχέση έχουν οι εγκαταστάσεις με το στεφάνι του Α.Ο.Τ.
- Ε πώς δεν έχουν σχέση. Γήπεδα, Αποδυτήρια, Τέρματα, Μπασκέτες όλα στο δήμο δεν ανήκουν;
- Ναι, και το Ηρώον επίσης αλλά όλα τα στεφάνια δεν μπορεί να τα πληρώνει η δημαρχία.
- Το Ηρώον τι σχέση έχει με το γήπεδο μπάσκετ;
- Ποιο γήπεδο; Ρε παιδί μου, στεφάνι δε θες να καταθέσεις;
- Όχι ρε Γιάννη. Για άλλο πράγμα μιλάμε.
Το καφενείο σείστηκε από τα γέλια. Μέσα στα χάχανα τον ενημερώσανε ότι, λόγω επετείου, μπέρδεψε τα στεφάνια.

Η ιστορία είναι χαρακτηριστική της σύγχυσης αρμοδιοτήτων εξουσιών από το μικρότερο χωριό μέχρι την πρωτεύουσα. Σε όλη την Ελλάδα αυτή η διαδρομή «Από τον Άννα στον Καϊάφα» βαλτώνει ότι καλό πάει να αρχίσει. Αποθαρρύνει όποια νέα δύναμη προσπαθεί να διορθώσει τα παλιά, κακώς κείμενα. Από τότε αυτή η φράση «Στεφάνι δε θες να καταθέσεις;» έρχεται στο μυαλό μου κάθε φορά που αντιμετωπίζω την αναβλητικότητα και ασυνεννοησία του δημοσίου.

Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

Αιώνιος Μάρτης.

Αιώνιος Μάρτης.
Σφιγμένοι καρποί.
Οι μέρες μου σκούρες,
σε ξένη αυλή.
Χαμένοι αγώνες.
Χαμένη ζωή.
Αδύναμο βλέμμα
και φάλτσα φωνή.

Αιώνιος Μάρτης,
με δέρμα σταχτί.
Γλυκά ξημερώνει,
Δευτέρα πικρή.
Μεγάλες μου μάχες,
μα ήρωες μικροί,
βουλιάζουν στη λάσπη…
νεκροί.

Το νέο μοντέλο.

Η νύχτα είναι η ομορφότερη γυναίκα απ’ όλες. Η νύχτα που γεννάει τα όνειρα, τις εξάψεις, τις εντάσεις και τις ιδέες. Είναι η μούσα μου και πάντα πάει με τα νερά μου. Το κύμα του Θερμαϊκού αντανακλά τα βραδινά φώτα. Η κάθε σκέψη ακολουθείται από την επόμενη, σαν τα αυτοκίνητα της παραλιακής που περνούν στη σειρά. Ο παφλασμός και το ψυχρό αεράκι με επαναφέρει στην γραμμή εκκίνησης. Ξαναψιθυρίζω τους στίχους του τραγουδιού που ακούω απέναντι.

«Άχαρη μέρα μη σταματάς,
Να μας δαγκώνεις, Να μας πονάς,
Γέλα για μας, κλάψε για μας,
σβήσε, σβήσε, σβήσε για μας.
Κακοντυμένη μέρα, κάνε μας συντροφιά,
οδήγησε μας τώρα, ίσια στο πουθενά…»

Καιρό είχα να το ακούσω. Κάθε φορά στην κατάλληλη στιγμή. Όταν μου χρειάζεται. Κάθε τραγούδι όταν μένει μέσα στην υγρασία της ψυχής, δένεται περισσότερο μαζί της, σαν κρασί που ωριμάζει σε βαθύ υπόγειο. Για άλλη μια φορά μου ‘φτιαξε τη… νύχτα.

Οι τελευταίες νότες του, γλίστρησαν έξω, την στιγμή που έμπαινα στο μαγαζί. Δεν διεκδικεί βραβείο πρωτοτυπίας, αλλά τα γήινα χρώματα δένουν πολύ καλά με τις «αιματοβαμμένες» ροκ αφίσες στους δρύινους τοίχους. Η πολυχρωμία των μπουκαλιών στην κάβα, φωτίζει το χώρο που πνίγεται στο βαρύ καπνό και το ημίφως. Ένα γνωστό άρωμα πούρου τρυπάει αδιάκριτα τα ρουθούνια μου. Κάπου κοντά βρίσκονται τα ρεμάλια. Κάθονται και οι τρείς στην άκρη της μπάρας. Πιστοί στη συμφωνία ότι σήμερα θα βγούμε και θα το ξημερώσουμε, όπως τις παλιές καλές μέρες. Ήδη έχουν αρχίσει το «ζέσταμα». Ένα ανέγγιχτο σφηνάκι με μισή φέτα πορτοκάλι επάνω, επιτάσσει να αφήσω κατά μέρους τις πολλές χαιρετούρες και να συνταχθώ με το υπόλοιπους. Αυτό το «άθλημα» ήταν πάντα ομαδικό για μας.

Από τα πρώτα λεπτά η μουσική ποτίζει τους πόρους μου. Νοιώθω οικεία εδώ μέσα. Ιδίως μαζί με αυτούς τους τύπους. Πλέον δεν βλεπόμαστε συχνά. Υποχρεώσεις, δουλειές, οικογένειες, μας έχουν απομακρύνει. Αλλά σε κάθε ζόρικη στιγμή, τους βρίσκω δίπλα μου. Οι φωνές, οι γκριμάτσες και οι χαρακτήρες τους, είναι μέσα στην καρδιά μου.

Το ένστικτό, μου λέει πως δεν είμαστε μόνοι. Το ένιωσα από τη στιγμή που ήρθα. Δυο μάτια δεν αφήσανε καμιά από της κινήσεις μου ανέλεγκτη. Μελαχρινή με κατακόκκινα χίλια μέσα σε ένα λιτό μαύρο φόρεμα. Τουλάχιστον δέκα χρόνια μικρότερη και με παρέα αντίστοιχης ηλικίας. Δυο αγόρια και άλλη μια κοπέλα. Της μιλούν, χωρίς να γνωρίζουν ότι το μυαλό της είναι αλλού. Ρουφάω μια μεγάλη γουλιά αυτοπεποίθησης. «Πάω στην Βίσση» λέω στους άλλους, που χαμογελούν με το χιλιοειπωμένο αστείο και συνεχίζουν την κουβέντα.
Μόνο ο Πέτρος υποψιάστηκε κάτι, και με κοιτά με μισό μάτι, καθώς απομακρύνομαι. Άλλωστε ο πρότερος βίος μου δεν είναι και τόσο έντιμος. Περνάω από μπροστά της, ρίχνοντας μόνο μια ματιά, ξερή σαν στρατιωτικό παράγγελμα. Δεν περίμενα πολύ. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η γλώσσα της αναζητούσε τη δικιά μου. Η φωτιά κάτω είχε ανάψει για τα καλά. Αλλά το σύνηθες πρόβλημα των ροκάδικων το έχουμε και εδώ. Με όλες αυτές τις μπίρες η τουαλέτα είναι κέντρο διερχομένων. Άντε να κάνεις τη δουλειά σου εδώ μέσα. Εκείνη πιο λογική με έκοψε. «Εγώ βγαίνω να βρω ταξί. Χαιρέτισε τους φίλους σου και βγες να πάμε σπίτι μου. Εγώ θα στείλω ένα μήνυμα στην κολλητή μου ότι δεν ένιωθα καλά και έφυγα». Ανταλλάξαμε νούμερα κινητών και φύγαμε προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Άντε τώρα να εξηγήσεις. Τι να πεις, κυρίως σε αυτόν τον καχύποπτο Πίτερ Πανκ, που το μάτι του σου κάνει ακτινοσκόπηση.

Φτάνω μπροστά τους και προσπαθώ να βρω τρόπο να το σερβίρω. Αρχίζω να λέω μερικές κουβέντες που μοιάζουν με τρύπιες βάρκες που βυθίζονται σε πέλαγος υποκρισίας. Περιέργως ο Νίκος και ο Γιώργος δείχνουν να πείθονται, ότι έχω κάποιο πρόβλημα στο στομάχι και πρέπει να φύγω. Με κοιτούν μάλιστα με συμπάθεια και συμπόνια! Η προσπάθεια θα στεφόταν με επιτυχία αν ο Rocky, σαν δύστροπος κριτικός τέχνης, δεν χλεύαζε την ερμηνεία μου. «Στο μέτωπό σου έβγαλε την επιγραφή SALES, και δεν είμαστε σε εποχή εκπτώσεων. Τι φτηνές δικαιολογίες είναι αυτές ρε. Πες μας στα ίσια ότι ζαχάρωσες με την πιτσιρίκα απέναντι και θες να πάς για φιστίκωμα». Στα μάτια των άλλων λες και ήμουν διάφανος. Προσπάθησαν άμεσα να δουν και να κρίνουν το αντικείμενο του πόθου. «Δεν είναι εδώ» πρόσθεσε χτυπώντας τα περίεργα κεφάλια, «την έστειλε ήδη να στηθεί και να περιμένει με τα πόδια ανοιχτά». Χαμογέλασαν και στράφηκαν σε μένα. «Τι να κάνω ρε guys, χάνονται τέτοιες ευκαιρίες». Έγνεψαν καταφατικά οι δυο, αλλά ο αντιρρησίας της παρέας είπε τον τελευταίο λόγο. «Ο.Κ. πάνε. Όμως σε μια ώρα το πολύ να είσαι πίσω. Δεν δέχομαι άλλες δικαιολογίες. Όταν μας λες θα βγούμε παρέα να το εννοείς. Αν μας φτύσεις και δεν επιστρέψεις θα γίνει χαμός».

Βγαίνοντας από το bar, νιώθω τη δόνηση του κινητού. Πολύ βιαστική η μικρή σκέφτομαι και της απαντώ. Πενήντα μέτρα πιο κάτω με περιμένει ένα αμάξι και μια γυναίκα, αναμμένα αμφότερα! Με βάζει μέσα χουφτώνοντας με. Άλλαξαν οι εποχές και οι ρόλοι. Το μάτι του ταρίφα, με τη βοήθεια του κεντρικού καθρέφτη, κολλημένο πάνω μας. Τις αναστολές μου δεν μοιράζεται καθόλου η άνετη Νάντια. Με το ένα πόδι ανάμεσα στα δικά μου, τα χέρια της λίγο πιο πάνω και τα χείλια της παντού, δεν δίνει δεκάρα για την προκλητική εικόνα που παρουσιάζουμε στον θεατή. Στη διάρκεια της δεκάλεπτης διαδρομής έγιναν όλα τα προκαταρκτικά. Τι τραβάνε και αυτοί οι ταξιτζήδες.

Εισερχόμαστε στην οικοδομή και στο κυρίως «πιάτο». Στο ασανσέρ μέχρι τον τρίτο, προλαβαίνει να μου λύσει τη ζώνη, ενώ τρίβεται πάνω μου για να με έχει έτοιμο. Ένα τράνταγμα, δυο βιαστικές πόρτες και είμαστε μέσα. Μικρό το διαμέρισμα, αλλά το πρόγραμμα δεν περιλαμβάνει ξενάγηση. Είμαι με κατεβασμένο παντελόνι στο διάδρομο και αυτή μπροστά μου πεσμένη στα γόνατα. Καλά είναι τα πνευστά όργανα αλλά πάντα προτιμούσα τα κρουστά! Παίρνω πρωτοβουλία και αλλάζω τη σύνθεση. «Εντάξει κούκλα φτάνει, με σήκωσες για τα καλά». Την σηκώνω με τη σειρά μου, για να την πετάξω στον καναπέ του σαλονιού. Έτσι όπως είναι ζαλισμένη ανάσκελα πέφτω πάνω της σαν τίγρη ορμάει σε σαστισμένο ελαφάκι. Το φρέσκο κρέας με έχει αγριέψει για τα καλά. Μέσα στα βογγητά ακούω και ένα δυνατότερο μαζί με ένα χτύπο. Χτύπησε το κεφάλι της στο μπράτσο του ξύλινου καναπέ, αλλά δε βλέπω απώλειες και συνεχίζω απτόητος. Στη σειρά παλινδρομικές κινήσεις, που θα ζήλευαν και τα νερά της Χαλκίδας. Υγρό το τελείωμα και εδώ. Λευκή πινελιά σε λευκό καμβά. «Να δοκιμάσω κάποια στιγμή και με μαύρη», σκέφτομαι και χαμογελάω ηλίθια.

Κοιτώ το ρολόι μου, καθώς βγαίνω από την εξώπορτα. Μήπως θα έπρεπε να μην φύγω έτσι απότομα. Μήπως θα έπρεπε να βρω καμιά δικαιολογία. Μήπως ήθελε να μείνω. Μπα δε βαριέσαι, έχει περάσει η ώρα και θα εκραγούν οι άλλοι. Άλλωστε καλό το σεξ αλλά αυτό το άρωμα της δεν το άντεχα περισσότερο. Πρέπει να ήταν Dior. Το έχω ξαναμυρίσει. Αυτός που έβγαλε τέτοιο βαρύ άρωμα πρέπει να μισούσε της γυναίκες. Οι τρείς φίλοι έχουν ήδη σταφιδιάσει. Όμως αφού επέστρεψα είμαι αναγκασμένος να πω όλες τις λεπτομέρειες αλλά και να ακούσω όλες τις γκρίνιες του Πέτρου, που αυτή τη στιγμή βγαίνουν με λιγότερο νεύρο, πιο χαριτωμένες, από ένα χαζοχαρούμενο πρόσωπο.

Ξημέρωσε και έχω το νου μου για πιθανό τηλεφώνημα ή μήνυμα. Ευτυχώς ούτε φωνή, ούτε γραφή. Το ίδιο και τις επόμενες μέρες. Ξαλάφρωσα. Μου αρέσει αυτή η νέα γενιά. Αυτό το νέο μοντέλο γυναίκας, που έχει πάρει την ανδρική νοοτροπία. Άνετες, χωρίς συμπλέγματα και μακροπρόθεσμους σκοτεινούς σκοπούς. Χαίρονται τη σεξουαλικότητα τους, χωρίς απαραίτητα να την συγχέουν με τον έρωτα. «Στην υγειά τους» είπα και τσούγκρισα το μπουκάλι μπίρας με των υπολοίπων, την ίδια στιγμή που μια νέα πιτσιρίκα με κοιτούσε.

Κυριακή 2 Μαρτίου 2008

Το σύρμα.

Τι και αν πέρασε και αυτός ο Χειμώνας. Τα λιθόκτιστα κτίρια του χωριού ανηφορίζουν κλιμακωτά στην πλαγιά, πασπαλισμένα με χιόνι. Το ίδιο και τα έλατα, που αιώνες τώρα παντρεμένα με αυτό το βουνό, δέχονται αδιαμαρτύρητα όλες της ιδιοτροπίες του καιρού. Ο χρόνος περνάει αργά και ειρηνικά εδώ. Ειδικά αυτήν την εποχή που το λευκό μας σκεπάζει σαν να υπογράφει, μαζί μας, συμφωνία σιωπής. Μας βάζει σε ένα ιδιαίτερο λήθαργο. Κάτι αντίστοιχο με την χειμερία νάρκη των αρκούδων, πιο πάνω στην Πίνδο.

Η Άνοιξη προσπαθεί να μας επιβάλει νέους ρυθμούς για να μπορέσουμε να υποδεχτούμε το καλοκαίρι. Τα σημάδια της θα έρθουν στη σειρά. Το εντονότερο κελάιδισμα των πουλιών. Το πέταγμα τους ψηλότερα. Η ανησυχία των μελισσών και όλων τον εντόμων. Η γύρη που πλανάται στον άνεμο μαζί με την διάθεση για αναπαραγωγή. Μαζί με τα παράθυρα των σπιτιών, θα ανοίξουν και τα παραθυρόφυλλα της ψυχής. Θα μπει μέσα ο αέρας της ανανέωσης. Αυτός που ξυπνάει τα όνειρα. Η ζωές μας θα ξαναπάρουν το φως της προσμονής για νέες ευκαιρίες.

Αιώνια η εναλλαγή των εποχών και των γενεών. Το δώρο της ζωής, αξιών και ήθους από το παλιό στο νέο. Παράδοση της τέχνης από πατέρα σε υιό. Η αέναη προσπάθεια πολλαπλασιασμού των ταλάντων από γενιά σε γενιά είναι παντού γύρω μας. Αυτό συμβαίνει και σε αυτόν τον χώρο βιοπάλης. Μέσα σε μια σχέση αγάπης ανάμικτης με ανταγωνισμό και αμφισβήτηση, δυο άνδρες προσπαθούν να συμβιώσουν. Με την προσωπικότητα του ο καθένας προσπαθεί να επιβληθεί, κουβαλώντας τα συμπλέγματα της ηλικίας του.

Ο κυρ Πέτρος είναι μάστορας από τους λίγους. Γνωστός σε όλη την Ήπειρο. Κοντά του ο Κωνσταντίνος, προσπαθεί να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα. Όμως η κεραμική δεν έχει την ίδια ζήτηση, όπως παλιά που άφηνε καλό χρήμα. Τώρα απλά συντηρούν και συντηρούνται από την εργασία τους. Και είναι γνωστό ότι όπου υπάρχουν οικονομικές δυσκολίες, υπάρχει και γκρίνια. Το ίδιο συμβαίνει ανάμεσα σε αυτούς τους δυο.

Ο «μικρός», όπως τον αποκαλεί ο μπαμπάς του, εμποτισμένος με την ανεμελιά των εικοσιπέντε ετών δεν αγχώνεται για το μέλλον. Ο συνδυασμός της νωχέλειας, που επιβάλει η ηρεμία του χωριού, με της βόλτες και τα ξενύχτια, με παρέες, στην διπλανή πόλη, δημιουργούν ένα κοκτέιλ που ο κυρ Πέτρος αδυνατεί να χωνέψει. Κυρίως όταν όλα αυτά είναι η αιτία για κοπάνες ή καθυστερήσεις στη δουλειά.

Ήταν πριν δυο βδομάδες που νωρίς το πρωί, τα σκεφτόταν μόνος και του ανέβαινε η πίεση. Λες και ήταν βαλτός μπήκε, πρώτος πελάτης, ο μπάρμπα Γιάννης, ο μαχαιροποιός που είχε το μαγαζί του στο τέλος του δρόμου. Κατά το συνήθειο του και με μύτη ψηλά, άρχισε να παινεύει τον γιό του, που κατά πως έλεγε, ήταν άσσος στη δουλειά και πάντα αυτός άνοιγε το μαγαζί.
- Μέχρι να φτάσω εγώ, ο Νικόλας έχει ήδη ετοιμάσει τη φωτιά και ξεκινάει. Είμαι τυχερός. Είναι πολύ άξιο παιδί. Δώσ’ του σύρμα, σπίτι θα σου κάνει.
Ο κυρ Πέτρος μπαρούτιασε για τα καλά και περίμενε τον κανακάρη του για να ξεδώσει. Έβρασε στο ζουμί του μέχρι τις 10 η ώρα που πέρασε το κατώφλι ο Κώστης.
- Πού είσαι βρε ρεμάλι, τι ώρα είναι αυτή που έρχεσαι;
- Δέκα.
- Μη με ειρωνεύεσαι εμένα. Δε σε ρώτησα την ώρα, ρολόι έχω.
- Ε, στάσου ρε πατέρα. Απ’ τα μούτρα με πήρες. Κάτσε να ανοίξει το μάτι μου. Ούτε καφέ πρόλαβα να πιώ.
- Θες και καφέ αγόρι μου; Μήπως ήθελε η αφεντιά σου να στον έχουμε και έτοιμο;
- Δε θα ‘ταν άσχημα.
- Καλά βρε ανεπρόκοπε δεν ντρέπεσαι;
- Γιατί να ντραπώ. Ανάποδα ξύπνησες πάλι αφεντικό;
- Μη με λες αφεντικό γιατί μου βάζεις ιδέες να σε απολύσω και από τη δουλειά και από το σπίτι. Τι θα γίνει με σένα μπορείς να μου πεις; Πότε θα σοβαρευτείς επιτέλους. Άλλα παιδιά στην ηλικία σου έχουν κάνει ήδη οικογένεια. Προηγουμένως ήταν εδώ ο Γιάννης ο Χαράμης. Μου έφαγε τα αυτιά με το γιό του. Τι καλό παιδί που είναι, τι άξιος. Πως ανοίγει αυτός το μαγαζί. Ότι του δίνεις σύρμα και σου φτιάχνει σπίτι και άλλα τέτοια. Αλλά εγώ τι να του απαντήσω. Μπορώ να πω τίποτα για το δικό μου παιδί;
- Ώ χου ρε father. Πολλά μου τα λες πρωινιάτικα.
- Ε! για πού το βαλες:
- Φεύγω. Με σύγχυσες. Πάω να πιώ κάνα καφέ κάπου, που να μην ακούω τη μουρμούρα σου.
- Κάτσε εδώ. Έχουμε δουλειά σήμερα.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και η πόρτα είχε κλείσει.
Το ήξερε πως δεν είχε πολύ δουλειά και λόγω του προϊόντος δεν ήταν και βιαστική, αλλά αυτό ήταν το μέσο που διάλεξε ο κύριος Πέτρος να «στρώσει» τον Κωνσταντή του. Μάλιστα για να αντιπαλέψει την ανευθυνότητα, προσπαθούσε να αυξάνει συνεχώς της απαιτήσεις του από τον μαθητευόμενο του. Ο καθένας από τους δύο είχε βρει ένα τρόπο χειρισμού του άλλου και έτσι περνούσαν επεισοδιακά οι μέρες τους.

Ο Κωνσταντίνος χύθηκε αγανακτισμένος στο τελευταίο τραπεζάκι στο βάθος του καφενέ. «Μήτσο, ένα γλυκύ βραστό» φώναξε για να εισπράξει ένα ζωηρό «αμέσως» ως απάντηση από το βάθος της κουζίνας. Ο Δημήτρης , δυο χρόνια μεγαλύτερος, ήταν καλός φίλος και ιδιοκτήτης πλέον στο καφέ-ουζερί «το τζάκι». Πριν πέντε χρόνια ανακαίνισε εκ βάθρων το παλιό καφενεδάκι του πατέρα του και το ανέλαβε αυτός. Από τότε πάει ακόμα καλύτερα γιατί άρχισε να μαζεύει και νεαρόκοσμο. Βέβαια από την πελατεία εκείνης της στιγμής μόνο ο Κώστας ήταν κάτω των πενήντα ετών. Οι ηλικιωμένοι κοιμόντουσαν νωρίς και ξυπνούσαν χαράματα. Συνηθισμένοι σε αυτόν τον τρόπο ζωής από παλιά, τότε που δεν είχαν ρεύμα, τηλεοράσεις και βραδινά μαγαζιά να τους ξενυχτάνε.

Σύντομα ο Μήτσος έφερε τον καφέ και έκατσε μαζί του.
- Καλημέρα, τι έχεις ρε, πώς τέτοια ώρα από δω;
- Άστα, μου τα έσουρε ο γέρος. Έχει τις μαύρες του πάλι.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και είδε τον Νικόλα να μπαίνει.
- Εσύ δεν είσαι στο μαγαζί ακόμα;
- Πιο μαγαζί μωρέ τρελέ, χθες μαζί δεν φύγαμε κατά τις τέσσερις από του Ζαούση. Πότε να προλάβω να ξυπνήσω για να πάω στο μαγαζί.
- Τότε τι στέλνεις πρωί-πρωί τον δικό σου και φιτίλιάζει τον δικό μου.
- Ποιος στέλνει ποιον; Γιατί τι έγινε;
- Ήρθε ο κυρ Γιαννάκης σου, και το ‘κανε το θάμα του. Έλεγε στον δικό μου ότι πας από νωρίς στο μαγαζί και ότι είσαι πολύ άξιος, καλός τεχνίτης και άλλα τέτοια κουλά…
- Γιατί κουλά; Μόνο στο πρώτο έπεσε έξω σήμερα. Όλα τα άλλα καλά τα είπε ο πατέρας.
- Ώστε έτσι καλλιτέχνη; Έχω κάτι σύρματα στην αυλή, δεν περνάς να μου κάνεις 3-4 σπίτια, να γίνω εισοδηματίας και ‘γω;
- Πού κολλάει αυτό πάλι;
- Αυτές τις βλακείες έλεγε ο δικός σου. «Δώσε σύρμα στο Νικόλα και σπίτι σου φτιάχνει». Άντε να δούμε τη μαστοριά σου.

Ο καφετζής και μερικοί γέροντες από δίπλα έσκασαν στα γέλια. Δεν καλάρεσε αυτό στο Νικό και δεν είχε άδικο. Από τότε του κόλλησε. Μικρή η κοινωνία και εύκολα όλα διαδίδονται από στόμα σε στόμα. Πρώτα μέσα στο καφενείο, μετά στην πλατεία και σύντομα όποιος τον έβλεπε του έλεγε για διάφορα σύρματα που είχε σε σπίτι, μαγαζί ή κτήμα και τον καλούσε γελώντας να του κάνει κάνα σπιτάκι. Βρήκε για τα καλά το μπελά του και τη χαρά του όλο το χωριό. Λίγη μετριοφροσύνη και όλα θα είχαν αποφευχθεί.

Χωρίς αμφιβολία τα παιδιά είναι βάσανο για τους γονείς. Αλλά όπως αποδεικνύεται, ισχύει και το γνωστό «αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα».

Η Άνοιξη είναι καλή και σε καλεί σε νέες ιστορίες.
Αρκεί να μην τις ξεκινάς όπως ο Νικόλας.
Καλή Άνοιξη σε όσους τη νοιώθουν μέσα τους…

Η δική μου Άνοιξη.

Περνάω κάθε μέρα από εδώ. Καταπολεμώ την ρουτίνα με ομοιοπαθητική. Στο καθημερινό πρόγραμμα, πρόσθεσα αυτήν την απόδραση από τις πνιγηρές αίθουσες, στην άπλα των αθλητικών εγκαταστάσεων του πανεπιστημίου. Στο πίσω μέρος της σχολής μια πόρτα εξίσου μεγάλη με την κεντρική οδηγεί στη βεράντα. Από εκεί ατενίζει ο χώρος σμιλεύματος του πνεύματος αυτόν του σώματος.

Είκοσι σκαλοπάτια επιτρέπουν τα πόδια μου να περάσουν από τις σκληρές μαρμάρινες πλάκες στο μαλακό κοκκινόχωμα του στίβου. Έκανα τα πρώτα βήματα και κοντοστάθηκα, για να περάσουν από μπροστά μου δυο αθλήτριες με πολύχρωμες περιβολές, σε αντίθεση με το δικό μου βαρύ, μαύρο ντύσιμο. Η μια κρατάει για λίγο το γαλανό βλέμμα της πάνω μου. Περνώντας αφήνει το άρωμα της που προσπαθεί, με την ένταση του, να αντέξει στην υγρασία του κορμιού. Σύντομα εξανεμίζεται μέσα στο ξεροβόρι που παγώνει τους πόρους του δέρματος και αφήνει την πάχνη κρυστάλλινη στα ακρόφυλλα. Οι προστακτικές φωνές και τα ιδρωμένα αγκομαχητά ακούγονται σαν από μίλια μακριά και αδυνατούν να καταστρέψουν αυτή τη στιγμή της ηρεμίας μου.

Μέσα στο επόμενο ρεύμα αέρα, φτάνει στα ρουθούνια μου, οσμή φρεσκοκομμένου χόρτου. Είναι μερικές μυρωδιές που κουβαλάνε μαζί τους τόσες εικόνες. Ένα άρμα φορτωμένο με παιδικές αναμνήσεις, που αυτή τη στιγμή με προσπέρασε γρήγορα.
Η επιτάχυνση μαζί με αυτήν του αίματος προέρχεται από μια βιαστική ανησυχία. «Κούρεψαν το γκαζόν» σκέφτηκα και έτρεξα προς εκείνο το μέρος.

Το είδα εκεί νωρίς το πρωί ανάμεσα στο γρασίδι. Το μοναδικό λουλούδι, κατακίτρινο, μέσα στο βαθύ πράσινο του γηπέδου. Τα πέταλα του φαινόταν τόσο εύθραυστα που νόμιζες θα σπάσουν με ένα άγγιγμα. Ένα λεπτό ευαίσθητο άρωμα προσπαθούσε να ανέβει στον ουρανό, αλλά πνιγόταν μέσα στο νέφος και τους κόκκους σκόνης που παρασυρόμενοι προσπαθούσαν να γνωρίσουν νέους τόπους.
Δεν το άγγιξα. Το άφησα να δώσει τη μάχη του. Το χρώμα του κόντρα στο γκρίζο του χειμώνα. Η θέρμη του κόντρα στο κρύο του χειμώνα.

Τώρα πάλι στο ίδιο σημείο, τίποτα. Δεν είναι εδώ. Βλέπω προσεκτικότερα. Μερικά από τα κίτρινα πέταλα τσακισμένα κάτω από την υπόλοιπη βλάστηση. Τα λεπτά φύλλα ολόγυρα σαν σε βουβό μοιρολόγι σκύβουν πάνω του. «Αυτή είναι η ζωή», είπα μέσα μου και θυμήθηκα ένα γνωστό στίχο λαϊκού τραγουδιού. «Όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή. Σαν λουλούδι κάποιο χέρι, θα μας κόψει μιαν αυγή.»

Πάνω σε αυτόν τον πλανήτη, αυτή είναι η μοίρα όσον είχαν την ατυχία να γεννηθούν διαφορετικοί. Βάψου με τα χρώματα τους. Άλλαξε τη φύση σου, την ζωή σου, την ύπαρξή σου, για να μην τους προκαλείς. Αλλιώς θα σε τσακίσει το αφιλόξενο περιβάλλον τους. Μένω για λίγο άφωνος. Ενός λεπτού σιγή για όλα τα τσακισμένα λουλούδια, που στο μικρό διάστημα που κατάφεραν να επιβιώσουν, περιμένοντας την δική τους Άνοιξη, άλλαξαν την πορεία του κόσμου τούτου.