Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Οι χαρακιές της παλάμης

«Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τα άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια…»
Απόσπασμα από «Το Μονόγραμμα», του Οδυσσέα Ελύτη (1971).



Οι χαρακιές της παλάμης μαρτυρούσαν ζωή μεγάλη, ζωή ευτυχισμένη. Σου το χε πει μια τσιγγάνα τότε. Τότε, που νεαρός κλειδούχος στο χωριό ανάσαινες και η φύση υποκλινόταν.

Μα να που πριν προλάβεις να μετρήσεις 40 καλοκαίρια, βρίσκεσαι δίχως δύναμη σε κρατικό νοσοκομείο. Το δριμύ του φόβου και το μαύρο του θανάτου ολόγυρα, σου πήρε και την τελευταία ρανίδα θέλησης για μάχη. Οι μέρες περνούν. Το φως μπαινοβγαίνει στα δωμάτια. Ακόμα και αυτό το χρυσαφί του ήλιου μοιάζει να πενθεί μέσα σ’ αυτήν τη χλωμή ατμόσφαιρα και τους άχαρους τοίχους. Πάνω σε στενά κρεβάτια, σώματα στοιβαγμένα που, θαρρείς, μιλημένα από μια φωνή υπερκόσμια, περιμένουν κάτι. Το τέλος ή μια νέα αρχή.

Με κοιτάς μ’ αυτά τα μάτια τα στενάχωρα. Με ξέρεις μα με βία με γνωρίζεις. Χέρια απαλά, Χέρια παρηγορητικά το ένα δίπλα στο άλλο. Το ένα μέσα στο άλλο.

Θα ξαναβγεί ο άγγελος να μετρήσει κόκκινους σταυρούς. Η πρωινή δροσιά και το άρωμα της υγρής γύρης θα σε ξυπνήσουν για άλλη μια φορά. Ποιος θα αναπνέει αύριο; Ποιος θα ελπίζει αύριο; Ποιος θα προσευχηθεί και για ποιόν οι προσευχές; Αύριο.

Η πανσέληνος σαν με αγάπη μπαίνει από τις ανοιχτές γρίλιες και προσπαθεί κι αυτή να σώσει όποιον μπορεί. Λες και με αυτό το γαλάζιο φως θέλει να δούμε και να ξεφύγουμε την τελευταία ώρα. Ψιθυριστές κουβέντες στο ημίφως. Γλώσσα, λιμάνι που στην ηρεμία του μπορείς να ξαποστάσεις. Η σειρήνα που ακούς στο βάθος σε ρωτάει αν είσαι ακόμα εδώ. Η καρδιά ακούγετε μονότονα και φωσφορίζει μες το βράδυ.

Το πέτρινο άγαλμα στην αυλή, μετρούσε ψυχές και δυνάμεις. Η αθανασία του μαρμάρου κόντρα στη λατρεία για ζωή. Η φθαρτή φύση εξαργύρωνε την υπεραξία της σε πνεύμα. Σαν τέρατα οι θεοί πάνω από την Αιωνιότητα. Άγριοι, Άγιοι, Απρόσιτοι και Ακόρεστοι για Αίμα. Φόρος τους ο πόνος, που εδρεύει εδώ. Εδώ ζει και θα ζει παράλληλα με την νόηση που σού ‘δωσαν για να τον νιώθεις. Παράλληλα με τη μνήμη που σου ‘δωσαν για να τον θυμάσαι.

Κυριακή σήμερα και θα ακουστούν καμπάνες. Για άλλους γρήγορες, χαρμόσυνες, ελπίδας και γι’ άλλους αργές, πένθιμες, λύτρωσης. Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς. Εκεί θα είσαι. Εκεί θα είμαστε όλοι. Όλοι ή κανείς. Περασμένοι από στεριές και νησιά. Κουρασμένοι από βουνά και ανθισμένους γκρεμούς. Ματωμένοι από θάλασσες και δάση. Είχες τον καλπασμό του αγριμιού και έτσι θα σε βλέπω.
Μοναχικό και όρθιο σαν πεύκο.

Η λάμψη της λάβας έσβησε. Έγινε μέρος των πιο αρχαίων και λαμπερών πετρωμάτων. Τώρα σιωπή και χειμώνας. Ερειπωμένο το σπίτι και η γερόντισσα μ’ όλα της τα βοτάνια. Δεν μπόρεσε να καταλάβει.

Είχες δει πολλά σ’ αυτήν τη γη μα πάντα μες το νου σου φάνταζε ωραιότερη.
Έκλεινες τα μάτια και με φτερά νίκης, κέρδιζες ότι είχες χάσει.
Νικούσες σε ότι είχες νικηθεί.
Έκλεινες τα μάτια και σημάδευες νησιά του παραδείσου.
Έκλεισες τα μάτια και έφυγες για εκεί…

2 σχόλια:

candyblue είπε...

Από τις "φεγγαραγκαλιες" σε ανακάλυψα. Και χάρηκα για αυτό.
όμορφα. Αυτό μου βγαίνει να σου πω.
όμορφα.
Απλό μα και τόσο σύνθετο γιατί δεν ξέρεις σε τι κάνει αναφορά το επίθετο αυτό.


καλημέρα

Γρηγόρης Δερεκενάρης είπε...

Να και μια νέα φυσιογνωμία. Όμορφα! Το προτιμώ από τα υπόλοιπα επίθετα που εκφράζουν θετικές σκέψεις και συναισθήματα. Ίσως γιατί μέσα στην υποκειμενικότητα του είναι εντελώς προσωπικό. Δεν έχω πολύ καιρό μέσα στα blogs μα ήδη και εγώ, βλέπω όμορφα…