Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008

Ο μεγάλος ζωγράφος.

Ήταν το γνωστότερο στέκι διασήμων του Παρισιού. Κρατούσε τα σκήπτρα για χρόνια και ήταν στο απόγειο της λάμψης, εκείνη τη δεκαετία. Η πολυτέλεια ξεκινούσε από της τεράστιες επίχρυσες πόρτες και ξεχυνόταν στα ατελείωτα κόκκινα χαλιά. Επικυρωνόταν από τα βαριά μαρμάρινα τραπέζια με τα περίτεχνα σκαλίσματα και τα λευκά τραπεζομάντηλα, με τα ασημένια κεντήματα στις γωνίες. Οι λεπτομέρειες στα σκεύη, τα μαχαιροπίρουνα και τα κρυστάλλινα ποτήρια, μαρτυρούσαν ότι τίποτα μέσα σε αυτό το χώρο δεν ήταν τυχαίο. Οι πέντε τεράστιοι πολυέλαιοι φώτιζαν χλωμά, σχεδόν αναιμικά, πρόσωπα πάνω στα καλύτερα κοστούμια και φορέματα της εποχής. Τους τοίχους πέριξ της σάλας κάλυπταν μεγάλες κουρτίνες, που στο κάτω μέρος κατέληγαν δεμένες με συνθέσεις τριαντάφυλλων. Το άρωμα τους ηδονικό, πλανιόταν στον αέρα μαζί με τον καπνό και μια διάχυτη αγωνία.

Ήταν όλοι οι γνωστοί εκεί, όπως άλλωστε και κάθε Σάββατο. Ένας προσεκτικός παρατηρητής όμως, θα μπορούσε να καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε, η καλύτερα, κάτι αναμενόταν να συμβεί. Στα πηγαδάκια που σχημάτιζαν οι θαμώνες αναμετέδιδαν τη φήμη. Είχαν ακούσει ότι βρίσκεται στην πόλη του φωτός και θα ερχόταν κι από εκεί. Λίγο μετά τις δέκα, άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες και μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων εισέβαλε. Τράβηξε αμέσως τα βλέμματα καθώς κατευθυνόταν προς το κεντρικό τραπέζι, που ως τότε παρέμενε ευλαβικά ανέγγιχτο. Οι περισσότεροι ήταν καλλιτέχνες και γενικώς αναγνωρίσιμες φυσιογνωμίες της εποχής. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν δυο γάλλοι και ένας γνωστός έλληνας εικαστικός που δεν ήταν μόνος. Μαζί του μια ελληνίδα θεά που πριν μερικές μέρες κέρδισε τον τίτλο της «Miss Universe». Θα περίμενε κανείς να συγκεντρώνει τα βλέμματα και την πλειονότητα του θαυμασμού και των κουτσομπολιών… κι όμως, υπήρχε άλλο ένα μέλος της παρέας που θάμπωνε ακόμα και αυτήν την τέλεια γυναικεία ομορφιά. Ένας λεπτοκαμωμένος, ηλιοκαμένος ισπανός με εκκεντρικό μουστάκι. Ο μεγάλος σουρεαλιστής ζωγράφος, μπήκε τελευταίος αλλά με νευρικό εγωπαθές βάδισμα πρόλαβε να καθίσει πρώτος στην καλύτερη θέση. Γύρω του οι υπόλοιποι, καθήμενοι ή όρθιοι, θύμιζαν αποστόλους σε πίνακα μυστικού δείπνου και ας ξεπερνούσαν τους δώδεκα.

Μετά την αμηχανία των πρώτων λεπτών κάποιοι τολμηροί έκαναν βήματα προς τα εκεί. Μερικοί πιο θαρραλέοι ζήτησαν αυτόγραφο. Ο Σαλβαντόρ για λίγο αντικατέστησε το χαμόγελο με μια γκριμάτσα βαριεστιμάρας. Το ένα φρύδι ανέβηκε εντυπωσιακά ψηλότερα από το άλλο φανερώνοντας υπεροψία. Επανήλθε το γέλιο. Με μια τρελή λάμψη στα μάτια δέχθηκε το μολύβι που του πρόσφερε, με διάθεση για εξυπηρέτηση, ένα από τα γκαρσόνια. Σε λίγο ο κόσμος έκανε ουρά, με ανυπομονησία για την απόκτηση μιας αφιέρωσης συνοδευόμενης με την, παρά τα τέσσερα γράμματα, ακριβή υπογραφή. Τα πρώτα φιλόδοξα χαρτιά τοποθετήθηκαν μπροστά του. Σήκωσε το χέρι του και χωρίς πολύ σκέψη έκανε μια τελεία στο πρώτο χαρτί! Μόνο Αυτό! Το ίδιο και στο δεύτερο, το τρίτο και όλα όσα ακολούθησαν.

Αυτήν την ελάχιστη επαφή της γκρίζας ακίδας με το χαρτί, πήραν για ενθύμιο εκείνο το βράδυ του 1964, οι εκπρόσωποι της καλής κοινωνίας, μιας από τις κορυφαίες πρωτεύουσες της Ευρώπης.

Μαζί, και την αφορμή για προβληματισμό. Θαρρείς και εκείνη η βούλα ήταν το εμφανές μέρος ενός κρυφού ερωτηματικού. Ενός ερωτηματικού που υπάρχει μέσα μας και μας ζητάει επιτακτικά να γίνουμε οι ήρωες του εαυτού μας. Να επαναπροσδιορίσουμε την αξία μας σε σχέση με την αξία των άλλων, όσο ψηλότερα και αν τους νιώθουμε.

Αυτά διάβασα στο παλιό ημερολόγιο που μου άφησε ο δάσκαλος ζωγραφικής. Συμπλήρωσα από κάτω την δικιά μου φράση αφύπνισης:

«Μην φοβάσαι τα παιδιά που ψάχνουν τα πρότυπα τους, μόνο τους ενήλικες που δεν τα έχουν βρει ακόμα.»