Κυριακή 2 Μαρτίου 2008

Το σύρμα.

Τι και αν πέρασε και αυτός ο Χειμώνας. Τα λιθόκτιστα κτίρια του χωριού ανηφορίζουν κλιμακωτά στην πλαγιά, πασπαλισμένα με χιόνι. Το ίδιο και τα έλατα, που αιώνες τώρα παντρεμένα με αυτό το βουνό, δέχονται αδιαμαρτύρητα όλες της ιδιοτροπίες του καιρού. Ο χρόνος περνάει αργά και ειρηνικά εδώ. Ειδικά αυτήν την εποχή που το λευκό μας σκεπάζει σαν να υπογράφει, μαζί μας, συμφωνία σιωπής. Μας βάζει σε ένα ιδιαίτερο λήθαργο. Κάτι αντίστοιχο με την χειμερία νάρκη των αρκούδων, πιο πάνω στην Πίνδο.

Η Άνοιξη προσπαθεί να μας επιβάλει νέους ρυθμούς για να μπορέσουμε να υποδεχτούμε το καλοκαίρι. Τα σημάδια της θα έρθουν στη σειρά. Το εντονότερο κελάιδισμα των πουλιών. Το πέταγμα τους ψηλότερα. Η ανησυχία των μελισσών και όλων τον εντόμων. Η γύρη που πλανάται στον άνεμο μαζί με την διάθεση για αναπαραγωγή. Μαζί με τα παράθυρα των σπιτιών, θα ανοίξουν και τα παραθυρόφυλλα της ψυχής. Θα μπει μέσα ο αέρας της ανανέωσης. Αυτός που ξυπνάει τα όνειρα. Η ζωές μας θα ξαναπάρουν το φως της προσμονής για νέες ευκαιρίες.

Αιώνια η εναλλαγή των εποχών και των γενεών. Το δώρο της ζωής, αξιών και ήθους από το παλιό στο νέο. Παράδοση της τέχνης από πατέρα σε υιό. Η αέναη προσπάθεια πολλαπλασιασμού των ταλάντων από γενιά σε γενιά είναι παντού γύρω μας. Αυτό συμβαίνει και σε αυτόν τον χώρο βιοπάλης. Μέσα σε μια σχέση αγάπης ανάμικτης με ανταγωνισμό και αμφισβήτηση, δυο άνδρες προσπαθούν να συμβιώσουν. Με την προσωπικότητα του ο καθένας προσπαθεί να επιβληθεί, κουβαλώντας τα συμπλέγματα της ηλικίας του.

Ο κυρ Πέτρος είναι μάστορας από τους λίγους. Γνωστός σε όλη την Ήπειρο. Κοντά του ο Κωνσταντίνος, προσπαθεί να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα. Όμως η κεραμική δεν έχει την ίδια ζήτηση, όπως παλιά που άφηνε καλό χρήμα. Τώρα απλά συντηρούν και συντηρούνται από την εργασία τους. Και είναι γνωστό ότι όπου υπάρχουν οικονομικές δυσκολίες, υπάρχει και γκρίνια. Το ίδιο συμβαίνει ανάμεσα σε αυτούς τους δυο.

Ο «μικρός», όπως τον αποκαλεί ο μπαμπάς του, εμποτισμένος με την ανεμελιά των εικοσιπέντε ετών δεν αγχώνεται για το μέλλον. Ο συνδυασμός της νωχέλειας, που επιβάλει η ηρεμία του χωριού, με της βόλτες και τα ξενύχτια, με παρέες, στην διπλανή πόλη, δημιουργούν ένα κοκτέιλ που ο κυρ Πέτρος αδυνατεί να χωνέψει. Κυρίως όταν όλα αυτά είναι η αιτία για κοπάνες ή καθυστερήσεις στη δουλειά.

Ήταν πριν δυο βδομάδες που νωρίς το πρωί, τα σκεφτόταν μόνος και του ανέβαινε η πίεση. Λες και ήταν βαλτός μπήκε, πρώτος πελάτης, ο μπάρμπα Γιάννης, ο μαχαιροποιός που είχε το μαγαζί του στο τέλος του δρόμου. Κατά το συνήθειο του και με μύτη ψηλά, άρχισε να παινεύει τον γιό του, που κατά πως έλεγε, ήταν άσσος στη δουλειά και πάντα αυτός άνοιγε το μαγαζί.
- Μέχρι να φτάσω εγώ, ο Νικόλας έχει ήδη ετοιμάσει τη φωτιά και ξεκινάει. Είμαι τυχερός. Είναι πολύ άξιο παιδί. Δώσ’ του σύρμα, σπίτι θα σου κάνει.
Ο κυρ Πέτρος μπαρούτιασε για τα καλά και περίμενε τον κανακάρη του για να ξεδώσει. Έβρασε στο ζουμί του μέχρι τις 10 η ώρα που πέρασε το κατώφλι ο Κώστης.
- Πού είσαι βρε ρεμάλι, τι ώρα είναι αυτή που έρχεσαι;
- Δέκα.
- Μη με ειρωνεύεσαι εμένα. Δε σε ρώτησα την ώρα, ρολόι έχω.
- Ε, στάσου ρε πατέρα. Απ’ τα μούτρα με πήρες. Κάτσε να ανοίξει το μάτι μου. Ούτε καφέ πρόλαβα να πιώ.
- Θες και καφέ αγόρι μου; Μήπως ήθελε η αφεντιά σου να στον έχουμε και έτοιμο;
- Δε θα ‘ταν άσχημα.
- Καλά βρε ανεπρόκοπε δεν ντρέπεσαι;
- Γιατί να ντραπώ. Ανάποδα ξύπνησες πάλι αφεντικό;
- Μη με λες αφεντικό γιατί μου βάζεις ιδέες να σε απολύσω και από τη δουλειά και από το σπίτι. Τι θα γίνει με σένα μπορείς να μου πεις; Πότε θα σοβαρευτείς επιτέλους. Άλλα παιδιά στην ηλικία σου έχουν κάνει ήδη οικογένεια. Προηγουμένως ήταν εδώ ο Γιάννης ο Χαράμης. Μου έφαγε τα αυτιά με το γιό του. Τι καλό παιδί που είναι, τι άξιος. Πως ανοίγει αυτός το μαγαζί. Ότι του δίνεις σύρμα και σου φτιάχνει σπίτι και άλλα τέτοια. Αλλά εγώ τι να του απαντήσω. Μπορώ να πω τίποτα για το δικό μου παιδί;
- Ώ χου ρε father. Πολλά μου τα λες πρωινιάτικα.
- Ε! για πού το βαλες:
- Φεύγω. Με σύγχυσες. Πάω να πιώ κάνα καφέ κάπου, που να μην ακούω τη μουρμούρα σου.
- Κάτσε εδώ. Έχουμε δουλειά σήμερα.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και η πόρτα είχε κλείσει.
Το ήξερε πως δεν είχε πολύ δουλειά και λόγω του προϊόντος δεν ήταν και βιαστική, αλλά αυτό ήταν το μέσο που διάλεξε ο κύριος Πέτρος να «στρώσει» τον Κωνσταντή του. Μάλιστα για να αντιπαλέψει την ανευθυνότητα, προσπαθούσε να αυξάνει συνεχώς της απαιτήσεις του από τον μαθητευόμενο του. Ο καθένας από τους δύο είχε βρει ένα τρόπο χειρισμού του άλλου και έτσι περνούσαν επεισοδιακά οι μέρες τους.

Ο Κωνσταντίνος χύθηκε αγανακτισμένος στο τελευταίο τραπεζάκι στο βάθος του καφενέ. «Μήτσο, ένα γλυκύ βραστό» φώναξε για να εισπράξει ένα ζωηρό «αμέσως» ως απάντηση από το βάθος της κουζίνας. Ο Δημήτρης , δυο χρόνια μεγαλύτερος, ήταν καλός φίλος και ιδιοκτήτης πλέον στο καφέ-ουζερί «το τζάκι». Πριν πέντε χρόνια ανακαίνισε εκ βάθρων το παλιό καφενεδάκι του πατέρα του και το ανέλαβε αυτός. Από τότε πάει ακόμα καλύτερα γιατί άρχισε να μαζεύει και νεαρόκοσμο. Βέβαια από την πελατεία εκείνης της στιγμής μόνο ο Κώστας ήταν κάτω των πενήντα ετών. Οι ηλικιωμένοι κοιμόντουσαν νωρίς και ξυπνούσαν χαράματα. Συνηθισμένοι σε αυτόν τον τρόπο ζωής από παλιά, τότε που δεν είχαν ρεύμα, τηλεοράσεις και βραδινά μαγαζιά να τους ξενυχτάνε.

Σύντομα ο Μήτσος έφερε τον καφέ και έκατσε μαζί του.
- Καλημέρα, τι έχεις ρε, πώς τέτοια ώρα από δω;
- Άστα, μου τα έσουρε ο γέρος. Έχει τις μαύρες του πάλι.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και είδε τον Νικόλα να μπαίνει.
- Εσύ δεν είσαι στο μαγαζί ακόμα;
- Πιο μαγαζί μωρέ τρελέ, χθες μαζί δεν φύγαμε κατά τις τέσσερις από του Ζαούση. Πότε να προλάβω να ξυπνήσω για να πάω στο μαγαζί.
- Τότε τι στέλνεις πρωί-πρωί τον δικό σου και φιτίλιάζει τον δικό μου.
- Ποιος στέλνει ποιον; Γιατί τι έγινε;
- Ήρθε ο κυρ Γιαννάκης σου, και το ‘κανε το θάμα του. Έλεγε στον δικό μου ότι πας από νωρίς στο μαγαζί και ότι είσαι πολύ άξιος, καλός τεχνίτης και άλλα τέτοια κουλά…
- Γιατί κουλά; Μόνο στο πρώτο έπεσε έξω σήμερα. Όλα τα άλλα καλά τα είπε ο πατέρας.
- Ώστε έτσι καλλιτέχνη; Έχω κάτι σύρματα στην αυλή, δεν περνάς να μου κάνεις 3-4 σπίτια, να γίνω εισοδηματίας και ‘γω;
- Πού κολλάει αυτό πάλι;
- Αυτές τις βλακείες έλεγε ο δικός σου. «Δώσε σύρμα στο Νικόλα και σπίτι σου φτιάχνει». Άντε να δούμε τη μαστοριά σου.

Ο καφετζής και μερικοί γέροντες από δίπλα έσκασαν στα γέλια. Δεν καλάρεσε αυτό στο Νικό και δεν είχε άδικο. Από τότε του κόλλησε. Μικρή η κοινωνία και εύκολα όλα διαδίδονται από στόμα σε στόμα. Πρώτα μέσα στο καφενείο, μετά στην πλατεία και σύντομα όποιος τον έβλεπε του έλεγε για διάφορα σύρματα που είχε σε σπίτι, μαγαζί ή κτήμα και τον καλούσε γελώντας να του κάνει κάνα σπιτάκι. Βρήκε για τα καλά το μπελά του και τη χαρά του όλο το χωριό. Λίγη μετριοφροσύνη και όλα θα είχαν αποφευχθεί.

Χωρίς αμφιβολία τα παιδιά είναι βάσανο για τους γονείς. Αλλά όπως αποδεικνύεται, ισχύει και το γνωστό «αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα».

Η Άνοιξη είναι καλή και σε καλεί σε νέες ιστορίες.
Αρκεί να μην τις ξεκινάς όπως ο Νικόλας.
Καλή Άνοιξη σε όσους τη νοιώθουν μέσα τους…

Δεν υπάρχουν σχόλια: