Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

Το νέο μοντέλο.

Η νύχτα είναι η ομορφότερη γυναίκα απ’ όλες. Η νύχτα που γεννάει τα όνειρα, τις εξάψεις, τις εντάσεις και τις ιδέες. Είναι η μούσα μου και πάντα πάει με τα νερά μου. Το κύμα του Θερμαϊκού αντανακλά τα βραδινά φώτα. Η κάθε σκέψη ακολουθείται από την επόμενη, σαν τα αυτοκίνητα της παραλιακής που περνούν στη σειρά. Ο παφλασμός και το ψυχρό αεράκι με επαναφέρει στην γραμμή εκκίνησης. Ξαναψιθυρίζω τους στίχους του τραγουδιού που ακούω απέναντι.

«Άχαρη μέρα μη σταματάς,
Να μας δαγκώνεις, Να μας πονάς,
Γέλα για μας, κλάψε για μας,
σβήσε, σβήσε, σβήσε για μας.
Κακοντυμένη μέρα, κάνε μας συντροφιά,
οδήγησε μας τώρα, ίσια στο πουθενά…»

Καιρό είχα να το ακούσω. Κάθε φορά στην κατάλληλη στιγμή. Όταν μου χρειάζεται. Κάθε τραγούδι όταν μένει μέσα στην υγρασία της ψυχής, δένεται περισσότερο μαζί της, σαν κρασί που ωριμάζει σε βαθύ υπόγειο. Για άλλη μια φορά μου ‘φτιαξε τη… νύχτα.

Οι τελευταίες νότες του, γλίστρησαν έξω, την στιγμή που έμπαινα στο μαγαζί. Δεν διεκδικεί βραβείο πρωτοτυπίας, αλλά τα γήινα χρώματα δένουν πολύ καλά με τις «αιματοβαμμένες» ροκ αφίσες στους δρύινους τοίχους. Η πολυχρωμία των μπουκαλιών στην κάβα, φωτίζει το χώρο που πνίγεται στο βαρύ καπνό και το ημίφως. Ένα γνωστό άρωμα πούρου τρυπάει αδιάκριτα τα ρουθούνια μου. Κάπου κοντά βρίσκονται τα ρεμάλια. Κάθονται και οι τρείς στην άκρη της μπάρας. Πιστοί στη συμφωνία ότι σήμερα θα βγούμε και θα το ξημερώσουμε, όπως τις παλιές καλές μέρες. Ήδη έχουν αρχίσει το «ζέσταμα». Ένα ανέγγιχτο σφηνάκι με μισή φέτα πορτοκάλι επάνω, επιτάσσει να αφήσω κατά μέρους τις πολλές χαιρετούρες και να συνταχθώ με το υπόλοιπους. Αυτό το «άθλημα» ήταν πάντα ομαδικό για μας.

Από τα πρώτα λεπτά η μουσική ποτίζει τους πόρους μου. Νοιώθω οικεία εδώ μέσα. Ιδίως μαζί με αυτούς τους τύπους. Πλέον δεν βλεπόμαστε συχνά. Υποχρεώσεις, δουλειές, οικογένειες, μας έχουν απομακρύνει. Αλλά σε κάθε ζόρικη στιγμή, τους βρίσκω δίπλα μου. Οι φωνές, οι γκριμάτσες και οι χαρακτήρες τους, είναι μέσα στην καρδιά μου.

Το ένστικτό, μου λέει πως δεν είμαστε μόνοι. Το ένιωσα από τη στιγμή που ήρθα. Δυο μάτια δεν αφήσανε καμιά από της κινήσεις μου ανέλεγκτη. Μελαχρινή με κατακόκκινα χίλια μέσα σε ένα λιτό μαύρο φόρεμα. Τουλάχιστον δέκα χρόνια μικρότερη και με παρέα αντίστοιχης ηλικίας. Δυο αγόρια και άλλη μια κοπέλα. Της μιλούν, χωρίς να γνωρίζουν ότι το μυαλό της είναι αλλού. Ρουφάω μια μεγάλη γουλιά αυτοπεποίθησης. «Πάω στην Βίσση» λέω στους άλλους, που χαμογελούν με το χιλιοειπωμένο αστείο και συνεχίζουν την κουβέντα.
Μόνο ο Πέτρος υποψιάστηκε κάτι, και με κοιτά με μισό μάτι, καθώς απομακρύνομαι. Άλλωστε ο πρότερος βίος μου δεν είναι και τόσο έντιμος. Περνάω από μπροστά της, ρίχνοντας μόνο μια ματιά, ξερή σαν στρατιωτικό παράγγελμα. Δεν περίμενα πολύ. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η γλώσσα της αναζητούσε τη δικιά μου. Η φωτιά κάτω είχε ανάψει για τα καλά. Αλλά το σύνηθες πρόβλημα των ροκάδικων το έχουμε και εδώ. Με όλες αυτές τις μπίρες η τουαλέτα είναι κέντρο διερχομένων. Άντε να κάνεις τη δουλειά σου εδώ μέσα. Εκείνη πιο λογική με έκοψε. «Εγώ βγαίνω να βρω ταξί. Χαιρέτισε τους φίλους σου και βγες να πάμε σπίτι μου. Εγώ θα στείλω ένα μήνυμα στην κολλητή μου ότι δεν ένιωθα καλά και έφυγα». Ανταλλάξαμε νούμερα κινητών και φύγαμε προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Άντε τώρα να εξηγήσεις. Τι να πεις, κυρίως σε αυτόν τον καχύποπτο Πίτερ Πανκ, που το μάτι του σου κάνει ακτινοσκόπηση.

Φτάνω μπροστά τους και προσπαθώ να βρω τρόπο να το σερβίρω. Αρχίζω να λέω μερικές κουβέντες που μοιάζουν με τρύπιες βάρκες που βυθίζονται σε πέλαγος υποκρισίας. Περιέργως ο Νίκος και ο Γιώργος δείχνουν να πείθονται, ότι έχω κάποιο πρόβλημα στο στομάχι και πρέπει να φύγω. Με κοιτούν μάλιστα με συμπάθεια και συμπόνια! Η προσπάθεια θα στεφόταν με επιτυχία αν ο Rocky, σαν δύστροπος κριτικός τέχνης, δεν χλεύαζε την ερμηνεία μου. «Στο μέτωπό σου έβγαλε την επιγραφή SALES, και δεν είμαστε σε εποχή εκπτώσεων. Τι φτηνές δικαιολογίες είναι αυτές ρε. Πες μας στα ίσια ότι ζαχάρωσες με την πιτσιρίκα απέναντι και θες να πάς για φιστίκωμα». Στα μάτια των άλλων λες και ήμουν διάφανος. Προσπάθησαν άμεσα να δουν και να κρίνουν το αντικείμενο του πόθου. «Δεν είναι εδώ» πρόσθεσε χτυπώντας τα περίεργα κεφάλια, «την έστειλε ήδη να στηθεί και να περιμένει με τα πόδια ανοιχτά». Χαμογέλασαν και στράφηκαν σε μένα. «Τι να κάνω ρε guys, χάνονται τέτοιες ευκαιρίες». Έγνεψαν καταφατικά οι δυο, αλλά ο αντιρρησίας της παρέας είπε τον τελευταίο λόγο. «Ο.Κ. πάνε. Όμως σε μια ώρα το πολύ να είσαι πίσω. Δεν δέχομαι άλλες δικαιολογίες. Όταν μας λες θα βγούμε παρέα να το εννοείς. Αν μας φτύσεις και δεν επιστρέψεις θα γίνει χαμός».

Βγαίνοντας από το bar, νιώθω τη δόνηση του κινητού. Πολύ βιαστική η μικρή σκέφτομαι και της απαντώ. Πενήντα μέτρα πιο κάτω με περιμένει ένα αμάξι και μια γυναίκα, αναμμένα αμφότερα! Με βάζει μέσα χουφτώνοντας με. Άλλαξαν οι εποχές και οι ρόλοι. Το μάτι του ταρίφα, με τη βοήθεια του κεντρικού καθρέφτη, κολλημένο πάνω μας. Τις αναστολές μου δεν μοιράζεται καθόλου η άνετη Νάντια. Με το ένα πόδι ανάμεσα στα δικά μου, τα χέρια της λίγο πιο πάνω και τα χείλια της παντού, δεν δίνει δεκάρα για την προκλητική εικόνα που παρουσιάζουμε στον θεατή. Στη διάρκεια της δεκάλεπτης διαδρομής έγιναν όλα τα προκαταρκτικά. Τι τραβάνε και αυτοί οι ταξιτζήδες.

Εισερχόμαστε στην οικοδομή και στο κυρίως «πιάτο». Στο ασανσέρ μέχρι τον τρίτο, προλαβαίνει να μου λύσει τη ζώνη, ενώ τρίβεται πάνω μου για να με έχει έτοιμο. Ένα τράνταγμα, δυο βιαστικές πόρτες και είμαστε μέσα. Μικρό το διαμέρισμα, αλλά το πρόγραμμα δεν περιλαμβάνει ξενάγηση. Είμαι με κατεβασμένο παντελόνι στο διάδρομο και αυτή μπροστά μου πεσμένη στα γόνατα. Καλά είναι τα πνευστά όργανα αλλά πάντα προτιμούσα τα κρουστά! Παίρνω πρωτοβουλία και αλλάζω τη σύνθεση. «Εντάξει κούκλα φτάνει, με σήκωσες για τα καλά». Την σηκώνω με τη σειρά μου, για να την πετάξω στον καναπέ του σαλονιού. Έτσι όπως είναι ζαλισμένη ανάσκελα πέφτω πάνω της σαν τίγρη ορμάει σε σαστισμένο ελαφάκι. Το φρέσκο κρέας με έχει αγριέψει για τα καλά. Μέσα στα βογγητά ακούω και ένα δυνατότερο μαζί με ένα χτύπο. Χτύπησε το κεφάλι της στο μπράτσο του ξύλινου καναπέ, αλλά δε βλέπω απώλειες και συνεχίζω απτόητος. Στη σειρά παλινδρομικές κινήσεις, που θα ζήλευαν και τα νερά της Χαλκίδας. Υγρό το τελείωμα και εδώ. Λευκή πινελιά σε λευκό καμβά. «Να δοκιμάσω κάποια στιγμή και με μαύρη», σκέφτομαι και χαμογελάω ηλίθια.

Κοιτώ το ρολόι μου, καθώς βγαίνω από την εξώπορτα. Μήπως θα έπρεπε να μην φύγω έτσι απότομα. Μήπως θα έπρεπε να βρω καμιά δικαιολογία. Μήπως ήθελε να μείνω. Μπα δε βαριέσαι, έχει περάσει η ώρα και θα εκραγούν οι άλλοι. Άλλωστε καλό το σεξ αλλά αυτό το άρωμα της δεν το άντεχα περισσότερο. Πρέπει να ήταν Dior. Το έχω ξαναμυρίσει. Αυτός που έβγαλε τέτοιο βαρύ άρωμα πρέπει να μισούσε της γυναίκες. Οι τρείς φίλοι έχουν ήδη σταφιδιάσει. Όμως αφού επέστρεψα είμαι αναγκασμένος να πω όλες τις λεπτομέρειες αλλά και να ακούσω όλες τις γκρίνιες του Πέτρου, που αυτή τη στιγμή βγαίνουν με λιγότερο νεύρο, πιο χαριτωμένες, από ένα χαζοχαρούμενο πρόσωπο.

Ξημέρωσε και έχω το νου μου για πιθανό τηλεφώνημα ή μήνυμα. Ευτυχώς ούτε φωνή, ούτε γραφή. Το ίδιο και τις επόμενες μέρες. Ξαλάφρωσα. Μου αρέσει αυτή η νέα γενιά. Αυτό το νέο μοντέλο γυναίκας, που έχει πάρει την ανδρική νοοτροπία. Άνετες, χωρίς συμπλέγματα και μακροπρόθεσμους σκοτεινούς σκοπούς. Χαίρονται τη σεξουαλικότητα τους, χωρίς απαραίτητα να την συγχέουν με τον έρωτα. «Στην υγειά τους» είπα και τσούγκρισα το μπουκάλι μπίρας με των υπολοίπων, την ίδια στιγμή που μια νέα πιτσιρίκα με κοιτούσε.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.