Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2008

Μια Εικόνα.

Το ρεπορτάζ στην τηλεόραση παρουσίαζε μια έκθεση φωτογραφίας στο «Ρόδον» έναν εικαστικό χώρο στην Αθήνα. Εκτός από μια μικρή συνέντευξη τις καλλιτέχνιδας έδειχνε διάσπαρτα πλάνα του χώρου και κάποια κοντινά μερικών έργων.
Ένα εξ αυτών απεικόνιζε την πλάτη μιας ημίγυμνης κοπέλας με γυρισμένο το κεφάλι σε προφίλ. Το έντονο φως που ερχόταν από δεξιά αναδείκνυε τα χαρακτηριστικά και μια έκφραση απόλαυσης στο πρόσωπο και κυρίως στα κλειστά μάτια της. Το φόρεμα στηριζόμενο σε δυο λεπτά κορδόνια άφηνε όλη την πλάτη της γυμνή. Από το κάτω μέρος ξεπρόβαλαν δυο χέρια που έμοιαζαν να παίρνουν ζωή και λόγο ύπαρξης καθώς χάιδευαν απαλά τους γοφούς.
Ή γιαγιά μου που καθόταν στον καναπέ ξύπνησε από τον μεσημεριανό λήθαργο.
«Α, πα πα… τι ξεγκόλιατες είναι αυτές που μας δείχνουν.»
Με τη λέξη αυτή η γιαγιά χαρακτήριζε όλες τις ελαφρώς ενδεδυμένες υπάρξεις.
Γέλασα όπως και κάθε φορά που πετούσε κάποια από αυτές τις παλιές αυτοσχέδιες λέξεις. Τις απάντησα ότι πρόκειται περί άποψης της τέχνης και αυτή μουρμούρισε κάτι για τα νέα ήθη και τις δικές τους εποχές. Βυθίστηκε ξανά στην μακαριότητα του ύπνου. Αυτές οι μικρές σύντομες καθημερινές σκηνές είναι που μένουν στη μνήμη.
Η σκέψη μου έμεινε για λίγο ακόμα στο έργο και την φωτογράφο του Άννα Ανδριανού. Φωτογραφία μιας γυναίκας που με πιο προσεκτική ματιά παρατηρούσες ότι τη χάιδευαν γυναικεία χέρια.
Άλλη μια λεσβία στον καλλιτεχνικό χώρο, σκέφτηκα. Ο κόσμος είναι γεμάτος με πολλά και διαφορετικά πάθη και η τέχνη κινείται με αυτά. Διαφορετικά η γη θα ήταν επίπεδη, το ίδιο και η τέχνη!

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2008

Θύμηση με αφορμή φιλικό blog:

Ήταν μεσημέρι Σαββάτου καλοκαίρι πριν από αρκετά χρόνια. Μπήκα στην καφετερία όπου με περίμεναν κάποιοι φίλοι. Η παρέα μεγάλωνε και μίκραινε ανάλογα με τα άτομα που μπαινόβγαιναν και κάθονταν στο τραπέζι μας.

Είχε ήδη βραδιάσει όταν αποφασίσαμε να ξεριζωθούμε από εκεί και να πάμε επιτέλους για φαϊ, το οποίο όλοι χρειαζόμασταν μετά από τόσες μπίρες. Κυρίως ο φίλος Λευτέρης που ήταν εκεί πρώτος από όλους και τις έπινε σαν νερό. Συμπλήρωσε σίγουρα οκτάωρο και ίσως και καμιά υπερωρία! Βγαίνοντας έξω μαζί με το άρωμα των λουλουδιών και τον καθαρό αέρα στα κατακόκκινα μάγουλα ήρθε και το δίλημμα σχετικά με το κατάστημα που θα είχε την τιμή να ετοιμάσει δείπνο σε τέτοιες εκλεκτές προσωπικότητες – του οινοπνεύματος! Αποφασίσαμε με συνοπτικές διαδικασίες να φάμε πίτσα, λόγω απόστασης.
Το χωριό μας δεν είναι στην Ιταλία, αλλά παρόλα αυτά έχει 2 πιτσαρίες και μάλιστα σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους. Μέσα στα χρόνια και δεδομένων τον ελάχιστων επιλογών εξόδου έχουν μετατραπεί σε νυχτερινό – και μεταμεσονύχτιο στέκι. Ένα ιδιότυπο after. Κατάσταση ακόμα καλύτερη και από τα πατσατζίδικα των πόλεων όπου βλέπεις «κάθε καρυδιάς καρύδι».

Χρειάστηκαν μερικά βήματα για να βρεθούμε μπροστά στην κοντινότερη όπου είχαμε σκοπό να αράξουμε, άλλωστε στην άλλη ήμασταν την προηγούμενη μέρα. Όλοι σύμφωνοι εκτός από έναν. Ο φίλος Λευτεράκης είχε αντίρρηση. Ένας Λευτεράκης 100 κιλών και 20 λίτρων που κυκλοφορούσαν εκείνη την ώρα μέσα του, σε διάφορα όργανα. Προσπαθήσαμε να τον μεταπείσουμε για το ορθό της επιλογής μας με λογικά επιχειρήματα – όσο μπορούσαμε να τα αρθρώσουμε σε εκείνη τη συγκυρία και κατάσταση. Μας αποστόμωσε όλους ρίχνοντας στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης το δυνατότερο επιχείρημα που ακούστηκε ποτέ.
Με φωνή που σερνόταν και τα υγρά σύμφωνα να πνίγουν όλα τα άλλα γράμματα είπε: «Όχι εδώ! Να πάμε στου Γιώργου ρε! Να καθίσουμε εκεί στη γωνία του δρόμου, να βλέπουμε και τα μηχανάκια που πέφτουν!»…
Γελάσαμε όλοι και ακολουθήσαμε.

Ήταν γεγονός, τουλάχιστον εκείνη την εποχή. Ο δρόμος που κατηφόριζε προς το πάρκο έκανε μια περίεργη στροφή εκεί, με αποτέλεσμα κάποιοι πιτσιρικάδες που έκαναν τις πρώτες βόλτες τους με «παπάκια» αντί να στρίψουν όπως έπρεπε, βρίσκονταν στην ευθεία αγκαλιά με τους θάμνους της περίφραξης. Ευτυχώς χωρίς ποτέ να γίνει κάποιο τραγικό ατύχημα.
Η κατάσταση δημιούργησε τόσο μεγάλη εντύπωση στο φίλο Ελευθέριο, που ακόμα και σε κατάσταση μέθης, την έφερνε στο μυαλό του ως αξιοθέατο του τόπου μας! Αξιοθέατο όλης της νέας Ελλάδας.

Πρωτοχρονιάτικο...

Είμαι μόνος μετά από αρκετές ώρες παρέας με συγγενείς και φίλους. Η πρώτη στιγμή ηρεμίας της χρονιάς. Το μονότονο μέτρημα δευτερολέπτων του ρολογιού με γλιτώνει από την απόλυτη ησυχία. Κρατάει παρέα στις σκέψεις μου. Αυτό το απότομο πέρασμα από τις χαρούμενες φωνές στην μοναχική θλίψη των αναμνήσεων μπορεί να έχει δυσάρεστες συνέπειες. Οι αυξομειώσεις φωτισμού από τα λαμπάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου απασχόλησαν για κάποια λεπτά τα μάτια μου μέχρι που τα έκλεισα για να χαθώ στους διαδρόμους του μυαλού μου.

Τέτοιες μέρες μου έρχεται η διάθεση για ανασκόπηση και αυτοκριτική. Σκηνές ευχάριστες ή δυσάρεστες αλλά πάντα έντονες περνάνε μπροστά μου σαν ταινία με ξένο σενάριο και άλλον πρωταγωνιστή. Και εγώ σαν κριτικός κινηματογράφου ετοιμάζομαι να βαθμολογήσω. Αυτή η διάθεση κριτικής γρήγορα απλώνεται σαν ιός και προσβάλει όχι μόνο αυτά που έγιναν αλλά και αυτά που πρέπει να γίνουν. Τα πάντα παίρνουν σήμανση - 1,2,3,4, ή 5 αστεράκια. Κάτι σαν αριθμό προτεραιότητας. Αυτός είναι σίγουρος τρόπος αποθήκευσης και αναβολής. Αν δεν το καταλάβω αυτό βλέπω τα όνειρα και φέτος να σκονίζονται στα ράφια της επιθυμίας.
Άλλωστε αυτή η εκλογίκευση των πάντων μου στερεί την ευχαρίστηση της φαντασίας ακόμα και αυτής που δεν θα γίνει ποτέ πραγματικότητα.

Αμέσως ένιωσα ανάλαφρα. Τα οράματά μου ανέβηκαν σαν μπαλόνια που κάποιος έκοψε την κλωστή που τα καθήλωνε στο έδαφος. Παρά την κακοκαιρία των τελευταίων ημερών έχω έναν καταγάλανο ουρανό μέσα στο κεφάλι μου και όλα δείχνουν αισιόδοξα σε τέτοιο φόντο. Από τα πολύχρωμα φώτα των ημερών πέρασα στις πολύχρωμες σκέψεις που ακόμα και αν φαινόταν μακρινές, έκαναν αυτό που ξέρουν καλύτερα. Μου έφτιαξαν τη μέρα ή μήπως ολόκληρη τη χρονιά.